Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

ΣΤΟΝ ΑΪ - ΓΙΑΝΝΗ ΤΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ


 
 
Ένας από πιο τους σημαντικούς κρίκους που δένουν το παρελθόν της Ηρακλειάς με το σήμερα, είναι και ο πρωινός εσπερινός που γίνεται το μεσημέρι της 28ης Αυγούστου, την παραμονή της ημέρας που εορτάζεται ο κατ’ εντολήν της Σαλώμης, αποκεφαλισμός του Ιωάννη του Προδρόμου, στο σπήλαιο του Αϊ Γιάννη που βρίσκεται σε μια ερημική περιοχή, στο δυτικό μέρος του νησιού και δεν είναι ορατό από τη θάλασσα. Ένας κρίκος ο οποίος ενώ φαίνεται ότι είναι ακόμα γερός, χρόνο με το χρόνο αδυνατίζει καθώς οι ντόπιοι με τις νέες ασχολίες, συνειδητά απέχουν από το ετήσιο προσκύνημα.

 
Αυτός ο μεσημεριάτικος εσπερινός καθιερώθηκε, όταν πριν από πολλά χρόνια, ένας βοσκός «ανακάλυψε» τυχαία το σπήλαιο και την εικόνα που βρίσκονταν στο εσωτερικό του, μια εικόνα που κατά κάποιο τρόπο αποτελεί το φυλαχτό του νησιού και ως τέτοιο αναγνωρίζεται και τιμάται από τους Ηρακλειώτες και όλους τους κατοίκους των γύρω νησιών. Καθώς μάλιστα, η ίδια η σπηλιά μπορούσε να είναι παράλληλα και εκκλησία, οι Ηρακλειώτες ποτέ δεν προχώρησαν στην ίδρυση ενός ναού, ούτε καν εικόνισμα δεν έχουν κατασκευάσει εκεί κοντά και όπως προαναφέρθηκε, αρκέστηκαν στην αγιοποίηση του σπηλαίου, στο οποίο εκτός από μια κόγχη για τις ανάγκες της Λειτουργίας και μερικές εικόνες, τίποτα άλλο το εκκλησιαστικό δεν υπάρχει.

Το αποτέλεσμα όμως των λειτουργιών είναι ορατό, καθώς ένα πυκνό στρώμα υγρής καπνιάς που έχει δημιουργηθεί από τα κεριά έχει καλύψει τους τοίχους και την οροφή του. Κατά τους ειδικούς, αυτή η καπνιά έχει αναστείλει και τη φυσική λειτουργία του σπηλαίου και έχει καταστρέψει πολλά από τα στοιχεία του.
 
 
Το σπήλαιο όταν ανακαλύφθηκε ήταν γεμάτο από μεγάλους σταλαγμίτες και σταλακτίτες η οποίοι για πολλά χρόνια δυστυχώς, αποτελούσαν το εύκολο λάφυρο των νεαρών που το επισκέπτονταν, τους αποκολλούσαν και κοσμούσαν με αυτούς τα σπίτια τους. Όποιος μάλιστα έκοβε τον μεγαλύτερο, «ψήλωνε» στα μάτια των άλλων και έπαιρνε τα ανάλογα εύσημα από την παρέα του. Η καταστρεπτική αυτή άμιλλα, ευτυχώς έχει σταματήσει καθώς όλοι έχουν καταλάβει την αξία αυτού του μνημείου της φύσης και όσο μπορούν, προσπαθούν να το προφυλάξουν, θεωρώντας βέβαια ότι η μοναδικότητα του σπηλαίου μπορεί να αποτελέσει έναν ιδιαίτερο προορισμό για τους τουρίστες και τους επισκέπτες της Ηρακλειάς


Στην περίπτωση, βεβαίως και αποτελεί ένα ενδιαφέρον σημείο και πολλοί είναι αυτοί που βαδίζουν ένα μονοπάτι χωρίς καμία σκιά, δυο ώρες σχεδόν, για να το γνωρίσουν. Παράλληλα γνωρίζουν και το εσωτερικό της Ηρακλειάς, με το πλέον ενδιαφέρον σημείο, τον εγκαταλελειμμένο οικισμό του Αγίου Αθανασίου με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του. Έκπληξη επίσης για πολλούς που πηγαίνουν πρώτη φορά στην Ηρακλειά, είναι και η Χώρα ή Παναγία που είναι χτισμένη σε μια πανοραμική θέση, στην πλαγιά του σκληρού βουνού που λέγεται Πάπας. Η πρώτη γνωριμία με την Χώρα σε πολλούς θα θυμίσει έναν νησιώτικο οικισμό της δεκαετίας του’60.
 
 
Η απόσταση του σπηλαίου από τον Άγιο Γεώργιο, το λιμάνι της Ηρακλειάς είναι περίπου δυο ώρες με τα πόδια ενώ λίγο χρόνο κερδίζουν όσοι φθάσουν μέχρι τη Χώρα με κάποιο όχημα. Το μονοπάτι που χάρη στα πόδια των δεκάδων επισκεπτών διατηρείται σα πολλή καλή κατάσταση, είναι ιδιαίτερα ανηφορικό μέχρι τον αυχένα του Σταυρού και αμέσως ακολουθεί έναν τραχύ κατήφορο. Έτσι την ημέρα του Εσπερινού έχουν την τιμητική τους τα γαϊδούρια τα οποία, λόγω της εγκατάλειψης των καλλιεργειών δεν είναι υποχρεωμένα πλέον να κάνουν καμία εργασία και μοιάζει να τα κρατούν οι Ηρακλειώτες μόνο και μόνο γι’ αυτό το λόγο. Τα υπομονετικά ζώα κουβαλούν στην πλάτη τους πολλούς ηλικιωμένους καθώς και παιδιά, τα οποία βεβαίως και δεν ζουν στο νησί και η ανάβαση με τα πόδια στο σπήλαιο γι’ αυτά θα ήταν μεγάλη δοκιμασία. Επειδή λοιπόν το σπήλαιο είναι απομακρυσμένο και το βράδυ είναι αδύνατον να περπατήσει κανείς μέχρι εκεί, ο εσπερινός καθιερώθηκε να γίνεται το πρωί, ανήεμρα της εορτής του Αγίου.


Η είσοδος του σπηλαίου είναι μια τρύπα ανάμεσα στα βράχια και μόλις μετά βίας μπορεί να χωρέσει ένας άνθρωπος γονατιστός και γι’ αυτό το λόγο την στρώνουν με πολύχρωμες μπαντανίες. Πρώτη μέριμνα των πανηγυριστών μόλις φτάσουν στο σπήλαιο είναι να αναζητήσουν λίγη σκιά κάτω από τα χαμηλές φίδες και τα σχίνα ή να πιάσουν θέση στο μεγάλο ανοιχτό σπήλαιο που βρίσκεται απέναντι από αυτό του Αϊ – Γιάννη το οποίο είναι κατάμαυρο από μια φωτιά που άρπαξε πριν από λίγα χρόνια και μυρίζει έντονα κοπριά από τα ζώα που σταυλίζονταν εκεί. Αυτό το σπήλαιο λέγεται σπηλιά του Κύκλωπα και πολλοί λένε πως σε αυτό ζούσε ο Πολύφημος που τύφλωσε ο Οδυσσέας. Η εκδοχή αυτή, αποτιμάται ιδιαίτερα από τους Ηρακλειώτες και καμαρώνουν όταν κάποιος τη θέσει στην κουβέντα για το νησί τους.


Ο εσπερινός διαρκεί όσο προβλέπεται από το τυπικό της εκκλησίας και τα τελευταία χρόνια τον τελεί ο πατήρ Φιλάρετος ο οποίος προέρχεται από το μοναστήρι της Αμοργού, την Χοζοβιώτισσα και τελεί χρέη ιερέα στη Σχοινούσα. Το πέρας του εσπερινού ακολουθεί λιτό φαγητό που έχουν φροντίσει να μεταφέρουν μέχρι εκεί με τα γαιδούρια οι επίτροποι της Ηρακλειας και ο Πολιτιστικός Σύλλογος και συνήθως όλοι οι πανηγυριώτες το απολαμβάνουν κάτω από τα δέντρα ή στη σκιά της σπηλιάς. Οι μόνοι που φεύγουν αμέσως μετά τον εσπερινό είναι οι νέοι της Ηρακλειάς με τις εικόνες, τις οποίες είχαν μεταφέρει από την Παναγία στο σπήλαιο. Καθώς είναι έθιμο να της πηγαίνουν τρέχοντας, βάζουν κυριολεκτικά φτερά στα πόδια τους και κανένας δεν μπορεί να τους προλάβει. Όσο δε συντομότερα φθάσει η ομάδα που κρατάει τις εικόνες στη Χώρα, αυτό αποτελεί διάκριση, συζητιέται και καταχωρείται στην τοπική ιστορία ως ιδιαίτερο γεγονός.


Αυτός ο εσπερινός, γίνεται η αφορμή να γνωρίσουν την Ηρακλειά και πολλοί άνθρωποι που παραθερίζουν στα κοντινά νησιά. Έτσι ο «Σκοπελίτης» γεμίζει εκείνο το πρωινό μαυρισμένους νέους και ευλαβείς κοπέλες από την Αμοργό, το Κουφονήσι και τη Σχοινούσα που ανεξάρτητα από τη σχέση τους με τη θρησκεία, πηγαίνουν να ανάψουν ένα κερί στο σπήλαιο, να προσευχηθούν καθένας για το δικό του λόγο και να ζήσουν για λίγο, την εμπειρία μιας κατανυκτικής λειτουργίας μέσα σε ένα σπήλαιο που φωτίζεται μόνο από τα εκατοντάδες κεριά που ανάβουν σε κάθε σημείο της μεγάλης αίθουσας.


Επειδή όμως πολλοί δεν γνωρίζουν ακριβώς που πηγαίνουν, ανηφορίζουν στο βουνό χωρίς νερό και λίγη τροφή. Έτσι ένα μπουκάλι νερό ή μια ντομάτα για παράδειγμα, πολλές φορές εξελίσσεται σε αφορμή γνωριμίας και κατόπιν συντροφιάς στο κατηφορικό μονοπάτι. Είναι δε αλήθεια, πως αυτή η διαδρομή μέχρι το λιμάνι της Ηρακλειάς, για να τελειώσει θέλει συντροφιά, αλλά όπως λένε κάποιοι πιο ψαγμένοι γύρω από αυτά τα ζητήματα, μια τέτοια γνωριμία δεν προκόβει, όπως δεν πρόκοψε το κεφάλι του Προδρόμου και βρέθηκε κομμένο στο δίσκο για να ικανοποιηθεί η Σαλώμη.

 
Όσο για το σπήλαιο, το οποίο είναι εξαιρετικής ομορφιάς και όπου δεν έχει φθάσει η κάπνα από τα κεριά λειτουργεί κανονικά, οι ντόπιοι λένε πως μπορεί να βγάζει απέναντι στην Ίο και σε κάποια μεγάλη υπόγεια αίθουσά του που βρίσκεται κάτω από τη θάλασσα υπάρχει ένα τεράστιο χρυσό άγαλμα του Ηρακλή. Είναι μια εκδοχή που σε πολλούς Ηρακλειώτες αρέσει να την διηγούνται, αλλά σύμφωνα με τους σπηλαιολόγους που το ερεύνησαν, κάτι τέτοιο μοιάζει απίθανο. Κανείς όμως δεν  ξέρει ποια δαιδαλώδη πορεία έχει αυτή η άδεια φλέβα της γης και σε ποιο βάθος φτάνει. Για κάποιους το σπήλαιο της Ηρακλειάς μπορεί να είναι η είσοδος του Κάτω Κόσμου για άλλους μπορεί να συνδέεται με την απελπισία του Ορφέα και το βήμα που έκανε να επισκεφθεί το βασίλειο του Πλούτωνα αναζητώντας την Ευρυδίκη του.



Όπως και να’χει το πράγμα, αξίζει μια επίσκεψη στο σπήλαιο του Αϊ – Γιάννη, την ημέρα του εσπερινού καθώς είναι μια από τις τελευταίες περιπτώσεις που στις Κυκλάδες εκφράζεται η θρησκευτική πίστη μέσα σε ένα κλειστό σπήλαιο, με τέτοια μάλιστα φυσική σημασία. Όποιος βαδίσει μέχρι εκεί, θα γνωρίσει επίσης και μια πλευρά της Ηρακλειάς, τη σιωπηλή Βουρκαριά η οποία κάποτε ήταν γεμάτη χωράφια, αγροτικές εγκαταστάσεις και ζωή. Απ’ όλο αυτό το σύμπαν, εκτός από κάνα – δυο αλώνια τίποτα σχεδόν δεν διακρίνεται σε όλη την περιοχή…

 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο και οι φωτογραφίες (2004 & 2005) δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό "Γεωτρόπιο" της Ελευθεροτυπίας τον Ιούλιο του 2007. Το επαναδημοσιεύω σήμερα χωρίς περικοπές και βελτιώσεις γιατί παρά τις αλλαγές που έγιναν στο νησί, διατηρεί το ενδιαφέρον του.
 
 

Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

ΕΝΑ "ΛΙΜΑΝΙ" ΜΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΙΓΙΑΛΗ

Ο Παναγιώτης Νομικός, μας καλωσορίζει στο "Λιμάνι της κυρά Κατίνας"...
Υπάρχουν κάποια σημεία στις Κυκλάδες και ορισμένα καταστήματα που δεν έχουν αλλάξει καθόλου μέσα στα χρόνια που πέρασαν, από την ανάπτυξη του νησιώτικου τουρισμού και δώθε και οι ιδιοκτήτες τους μπορούν να μιλήσουν για ένα σωρό πράγματα που αφορούν την πορεία τους και το ρόλο που έπαιξαν στην τοπική κοινωνία και την οικονομία. Κι ακόμη για τους ανθρώπους που διάβηκαν την πόρτα τους και απ’ αυτούς πολλοί επιστρέφουν, τις παρέες που γλέντησαν νύχτες ολόκληρες, τις ωραίες στιγμές που έμειναν στη μνήμη.

Ένα από αυτά τα ωραία μαγαζιά που μυρίζουν ακόμη αληθινό Αιγαίο είναι το «Λιμάνι της κυρά Κατίνας» στον Όρμο της Αιγιάλης, το οποίο πρωτολειτούργησε το 1980 από την κυρά Κατίνα και τον κυρ Αντώνη Νομικό και έμελε να γίνει το πιο γνωστό εστιατόριο στην Αμοργό, η φήμη του να φτάσει στις άκρες του κόσμου και η κυρά Κατίνα να γίνει ένα πρόσωπο που το θυμούνται όλοι όσοι πέρασαν από την Αμοργό εκείνα τα χρόνια μέχρι το 2002 το μαγαζί μετά τον θάνατο των γονιών τους, πέρασε στα χέρια του Παναγιώτη και του Θανάση και το δουλεύουν σήμερα μαζί με τις γυναίκες τους Κορνηλία (Λία) και Πούκυ.

Ο Αντώνης και η Κατίνα Νομικού που άνοιξαν το 1980 το "Λιμάνι"...

Εκείνα τα χρόνια θυμάται ο Παναγιώτης, στον Όρμο δεν υπήρχε λιμάνι και το πλοίο που έφθαναν, τα θρυλικά «Μιαούλης» και ο «Νηρέας» και κατέβαζαν τον κόσμο με βάρκες. Ούτε ηλεκτρικό είχε ακόμη η Αιγιάλη αλλά ήδη είχε διαμορφωθεί ένα ρεύμα τουριστών οι οποίοι καθώς δεν υπήρχαν δωμάτια, έμειναν και κοιμόνταν στην παραλία, κάτω από τα λίγα αρμυρίκια κι ακόμα κάτω από τα λιόδεντρα. Η παρουσία τόσου κόσμου ξαφνικά στην Αιγιάλη επόμενο ήταν να κινητοποιήσει την κυρά Κατίνα η οποία μέχρι τότε διατηρούσε ένα μικρό καφενείο που εξυπηρετούσε τον κόσμο με απλά πράγματα, να ανοίξει το πρώτο, μαζί με το «Κοράλι», εστιατόριο στην Αιγιάλη. Λόγω δε των αντικειμενικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε όλο το νησί με το ηλεκτρικό και τις προμήθειες, η κουζίνα της κυρά Κατίνας στηρίχθηκε μόνο στα τοπικά προϊόντα, από τα περιβόλια του Γιάννια και του Πονηρού στον Όρμο και τα κοπάδια των βοσκών καθώς και ψάρια από τα καίκια των ντόπιων ψαράδων κάτι που συνεχίζουν μέχρι σήμερα ο Παναγιώτης και ο Θανάσης. Τα περισσότερα φαγητά τότε τα έψηνε στον τοπικό φούρνο ενώ το ψυγείο λειτουργούσε με γεννήτρια και ο φωτισμός γίνονταν με ασετυλίνη. Στον εφοδιασμό του «Λιμανιού» αλλά και όλης της Αμοργού πρέπει να σημειώσουμε την προσφορά του «Σκοπελίτη», του σκάφους που έχει γράψει τη δική του ιστορία στις Μικρές Κυκλάδες καλύπτοντας όλες τις ανάγκες.

Η κυρά Κατίνα στην κουζίνα του "Λιμανιού" της
Το «Λιμάνι» δεν λειτούργησε όμως μόνο ως εστιατόριο εκείνα τα χρόνια για τους πρώτους τουρίστες στην Αιγιάλη, τους λεγόμενους χαϊδευτικά και «σαμαράδες» από τους ντόπιους γιατί πήγαιναν με το γνωστό σακίδιο στην πλάτη και το σλήπιγκ μπαγκ στη μασχάλη. Το εστιατόριο της κυρά Κατίνας ήταν το καταφύγιο τους εκτός από φαγητό και το πλύσιμό τους και την μπουγάδα τους καθώς και για άλλες ανάγκες υγιεινής. Σε τούτο ευθύνεται η κυρά Κατίνα ή οποία τους έβλεπε όλους σαν παιδιά της και τους φερόταν σαν μάνα. Έτσι της βγήκε και τα όνομα «mammy» κι έτσι την αποκαλούσαν οι περισσότεροι. «Πάμε στη mammy» έλεγαν και ο ρόλος αυτός της έδινε και το δικαίωμα να μαλώνει όποιους παραφέρονταν λιγάκι, να τους συμβουλεύει και ακόμα να τους κάνει και πίστωση αν ξέμειναν από χρήματα. Μέχρι την τελευταία δραχμή θυμάται ο Παναγιώτης εξοφλούσαν με επιταγές που έστελναν στην κυρά Κατίνα μόλις έφταναν στα σπίτια τους τα φρικιά εκείνης της εποχής που μαζεύονταν στην Αιγιάλη για τρεις εβδομάδες τον Αύγουστο.
Ο Αντώνης Νομικός έβαζε κι αυτός το χεράκι του στην κουζίνα.
Όντως εκείνα τα καλοκαίρια στην Αιγιάλη κρατούσαν μόνο τρεις εβδομάδες τον Αύγουστο καθώς ο κόσμος που την επισκέπτονταν, πήγαινε με το πρώτο πλοίο του Αυγούστου και έφευγε γύρω στις 25 του μήνα. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που παρέμειναν λίγες μέρες παραπάνω και φυσικά γινόταν μεγάλο γλέντι με τους ντόπιους όταν έφτανε η νύχτα της αποχώρησης. Στο «Λιμάνι» κάποια καλοκαίρια άραζαν και μουσικοί, όπως το πλήρωμα του ιστορικού για την Αιγιάλη εκείνης της εποχής καϊκιού «Αλδεβαράν», ο «Πατούχας», ο Χατζής, ο Κοροβιάννος, ο Παρτσακλός όλοι από τη Λειβαδιά και έπαιζαν κυρίως ρεμπέτικα καθώς τέτοια ήθελε το κοινό και απαιτούσε η εποχή βεβαίως. Έπαιζαν στα σκαλιά μπροστά από το «Λιμάνι» και γίνονταν χαμός ενώ δεν ήταν και λίγες οι φορές που έπαιζαν μέσα στο μαγαζί το οποίο στο μεταξύ είχε γίνει στέκι για πολλούς καλλιτέχνες που επισκέπτονταν την Αιγιάλη, όπως ο Μανώλης Ρασούλης, οι Κατσιμιχαίοι και άλλοι πολλοί.

Το λιμάνι στον Όρμο της Αιγιάλης
Σημείο αναφοράς για την Αιγιάλη λοιπόν είχε γίνει το «Λιμάνι» εκείνα τα χρόνια, σε βαθμό μάλιστα που έγινε σύνθημα για εκείνους που έφευγαν σαν τέλειωνε το καλοκαίρι και τους φώναζαν πριν επιβιβαστούν στο πλοίο αυτοί που έμειναν «Εσείς στην Αθήνα κι εμείς στην Κατίνα». Περιττό δε να ειπωθεί πως όλοι όσοι έρχονταν ή έφευγαν περνούσαν και αγκάλιαζαν και φιλούσαν την κυρά Κατίνα το «Λιμάνι» της οποίας θεωρούσαν σαν το σπίτι τους. Το γεγονός βέβαια υπήρξε και αφορμή για ποικίλα σχόλια, όταν λόγω της ανάπτυξης των δωματίων στον Όρμο, οι ντόπιοι άρχισαν να πιέζουν τους «σαμαράδες» να εγκαταλείψουν τα αρμυρίκια και την παραλία και να περάσουν στα δωμάτια. Έγιναν μάλιστα και κάποια επεισόδια και πολλοί ήταν αυτοί που στοχοποίησαν το «Λιμάνι» ως το κέντρο που έλκυε τους «σαμαράδες» και τα «φρικιά» της εποχής εκείνης. Εκείνη η εποχή πάει πέρασε και για την Αμοργό και άλλαξε ο κόσμος για όλες τις Κυκλάδες. Η ωραία ατμόσφαιρα όμως δεν άλλαξε καθόλου στην Αιγιάλη και στο «Λιμάνι» και ο Παναγιώτης με τον Θανάση συνεχίζουν την παράδοση της κυρά Κατίνας στην κουζίνα και βεβαίως στα ψαρικά για τα οποία φημίζεται καθώς προμηθεύονται ψάρια από τους ντόπιους ψαράδες. «Μέχρι πέρσι» λέει ο Παναγιώτης «τα καλά ψάρια δεν έφταναν. Τώρα λόγω κρίσης και του περιορισμού των Ελλήνων και των Ιταλών τουριστών που τα προτιμούσαν υπάρχουν σε αφθονία. Φέτος θα έχουμε μπαρμπούνια και τον Αύγουστο!».

Ο Παναγιώτης μας παρουσιάζει τα καλά του "Λιμανιού"
Το καινούργιο για το «Λιμάνι» είναι η ταϋλανδέζικη κουζίνα που προσφέρει κάθε Παρασκευή και τούτο οφείλεται στην Πούκη, την ταυλανδή γυναίκα του Θανάση η οποία έχει απόλυτα ενσωματωθεί στη κουζίνα του μαγαζιού αλλά καταφέρνει παράλληλα και μαγειρεύει εξαιρετικά και φαγητά της πατρίδας της, γεγονός που εκτιμάται ιδιαίτερα από τους ντόπιους και τους εργαζόμενους στην Αιγιάλη. Το ιδιαίτερο πάλι για το «Λιμάνι» είναι η προτίμηση που δείχνουν οι πελάτες, άλλοι να κάθονται στο στενό δρομάκι μπροστά από την είσοδο του μαγαζιού και πίσω από τον τοίχο της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου για να χαζεύουν και την κίνηση και άλλοι να προτιμούν την ωραία βεράντα με τη θέα στον Όρμο.

Ο Παναγιώτης σερβίρει τον συνάδελφο Κώστα Σερέζη
Οι τοίχοι του «Λιμανιού» είναι γεμάτοι από έργα καλλιτεχνών, Ελλήνων και ξένων που πέρασαν ή έζησαν στην Αμοργό και εκεί έβρισκαν φιλόξενο χώρο να τα εκθέσουν και ορισμένοι μάλιστα . Το πιο σπουδαίο όμως είναι ότι το «Λιμάνι» είναι ένας χώρος, ο μοναδικός ίσως σε όλη την Αιγιάλη που μπορεί να μιλήσει για την ιστορία του τουρισμού στο νησί και τούτο γιατί ο Παναγιώτης με το Θανάση έδεσαν εκεί τη ζωή τους και συνέχισαν την παράδοση που ξεκίνησαν οι γονείς τους πριν από τριάντα χρόνια. Σημειώνουμε πως το «Λιμάνι» ανοίγει κάθε χρόνο μια εβδομάδα πριν το Πάσχα και κλείνει περί τα μέσα Οκτωβρίου. Εξαίρεση αποτελεί η γιορτή του Αγίου Νικολάου, στις 6 Δεκεμβρίου που ανοίγει για το μικρό πανηγυράκι και ο Παναγιώτης  στρώνει τραπέζι για τους ντόπιους και τους ξένους που θα τύχει να είναι εκεί αυτές τις ημέρες.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το αφιέρωμα στο "Λιμάνι της κυρά Κατίνας" δημοσιεύτηκε στο ένθετο περιοδικό "Σκάφος - Φουσκωτό" της εφημερίδας Έθνος και είναι ένα από τα πρώτα κείμενα - αφιερώματα στους ιστορικούς επαγγελματίες της Αμοργού και ύλη για το υπό έκεδοση βιβλίο που θα αφορά την Αιγιάλη.