Δεν χρειάζονται πολλά λόγια να την περιγράψουμε γιατί δεν θα βρεθεί κανένας που δεν θα πει ήταν το ομορφότερο πλεούμενο στην Αιγιάλη.
Ο καπετάν Κωνσταντής Χάλαρης από την Αιγιάλη, είναι ο άνθρωπος που έχει συνδέσει εδώ και 25 χρόνια το όνομά του με την εξυπηρέτηση των αναγκών των Αμοριανών για την επικοινωνία τους με τον κόσμο που τους περιβάλλει, ανάγκες που διεκπεραίωνε όλο το χρόνο και με κάθε καιρό από το τιμόνι της καλοτάξιδης Χοζοβιώτισσας» η οποία καθώς έδωσε τη σκυτάλη σε ένα νεώτερο σκάφος, υποχρεωτικά καλείται να γίνει καυσόξυλα για τους φούρνους των νησιών…Όντως η 42χρονη «Χοζοβιώτισσα», είναι το τελευταίο παραδοσιακό σκάφος που πλέει στα νερά της Αμοργού και είναι δημιούργημα του ονομαστού καραβομαραγκού Μπαζαίου που είχε το περίφημο καρνάγιο του στο Ξυλοκερατίδι. Ένα άλλο που πλέει ακόμα, πουλήθηκε πριν από χρόνια στην Κρήτη και κανείς δεν ξέρει τι έχει απογίνει. Το ζήτημα όμως που καίει εκτός τον Κωνσταντή και όλους τους Αμοργιανούς καθώς και όσους αγαπάνε την Αμοργό που γνώρισαν κάποτε και θέλουν χωρίς να τους επιβάλλεται από ιδιοτελή συμφέροντα να διατηρήσει το μοναδικό ύφος της, είναι το μέλλον της ώριμης πλέον «Χοζοβιώτισσας», μέλλον που δεν διαγράφεται καθόλου ευχάριστο γιατί οι καινούργιοι καιροί έχουν σφίξει για τα καλά και η δαγκάνα της απόσυρσης πλησιάζει γοργά και γι’ αυτό το πλεούμενο πού καμάρωνε όλο το νησί.
Το «Χοζοβιώτισσα» αγόρασε ο Κωνσταντής το 1985 από τον γαμπρό του Γιάννη Βεκρή με 300 χιλιάδες δραχμές και τα χρήματα που πήρε από την πώληση ενός παραθαλάσσιου χωραφιού στην Αιγιάλη γιατί καθώς μεγάλωνε η οικογένεια και τον αποζητούσαν τα παιδιά του, είχε πάρει την απόφαση να ξεμπαρκάρει από τα καράβια. Από τότε που έβγαλε το σχολείο, ο Κωνσταντής είχε μπει στη θάλασσα. Στην αρχή δούλεψε στα ψαράδικα του Βεκρή και κατόπιν για 2 χρόνια στον παλιό «Σκοπελίτη». Μετά το στρατιωτικό του μπάρκαρε στα καράβια όπου δούλεψε για 10 χρόνια. Στο διάστημα αυτό παντρεύτηκε τη Μαρία Θεολογίτη και απέκτησε δυο παιδιά, την Παναγιώτα και τον Αντώνη τα οποία τότε κάθε φορά που έφευγε ο πατέρας τους έκλαιγαν και τον παρακαλούσαν να μείνει στο σπίτι. Ο Κωνσταντής στο μεταξύ έβλεπε πως άλλαζαν τα πράγματα στην εμπορική ναυτιλία κι έτσι χωρίς πολλή σκέψη ξεμπάρκαρε, έριξε άγκυρα στην Αιγιάλη και αποφάσισε να αποκτήσει ένα καίκι.
Τότε λοιπόν πήρε τη «Χοζοβιώτισσα», μήκους 11.85 μέτρων με μια μηχανή Λίστερ την οποία κρατάει ακόμα πάνω της και στην αρχή ξεκίνησε με το ψάρεμα. Παλιότερα είχε ασχοληθεί πάλι με το ψάρεμα με τον γαμπρό του Γιάννη Βεκρή και ένα άλλο καίκι, τον «Πανορμίτη» αλλά εκείνος ο συνεταιρισμός δεν είχε προκοπή. Έτσι τούτη τη φορά βγήκε μόνος του στη θάλασσα και όταν χρειάζονταν έπαιρνε μαζί του τη γυναίκα του η οποία χωρίς να ξέρει τίποτα σχεδόν από ψάρεμα γρήγορα αποδείχθηκε πολύτιμος σύντροφός του. Τα δρομολόγια που έκανε περιορίζονταν γύρω από την Αμοργό και πολλές φορές έφτανε μέχρι τα κοντινά ερημόνησα Λιάδια καθώς και στην απόμερη Κίναρο, ένα νησί στη μέση ακριβώς του Αιγαίου με το οποίο κατόνιν συνδέθηκε ιδιαίτερα αφού εδώ και 23 χρόνια εκτελεί τακτικά την επιδοτούμενη δρομολογιακή γραμμή ή αλλιώς «ταχυδρομείο» όπως το ξέρουν οι περισσότεροι σε αυτή τη μακρινή και διαρκώς ταραγμένη γωνιά του Αρχιπελάγους.
Μέχρι πέρσι το δρομολόγιο το εκτελούσε με την παλιά «Χοζοβιώτισσα» αλλά όπως προαναφέρθηκε για το ηρωϊκό αυτό πλεούμενο πλησίαζε η ώρα της απόσυρσης και ο Κωνσταντής αποφάσισε να αγοράσει ένα άλλο, πιο σύγχρονο σκάφος και ασφαλώς ταχύτερο. Στη απόφαση αυτή πρυτάνευσε και η επαγγελματική εξασφάλιση του γιού του Αντώνη ο οποίος έμεινε και δούλεψε κοντά του και έχει αναλάβει πλέον το τιμόνι της «Χοζοβιώτισσας» της νεώτερης. Με αυτό το γρήγορο πλεούμενο ο Κωνσταντής εκτελεί πλέον το καθιερωμένο δρομολόγιο προς την Κίναρο και το καλοκαίρι πραγματοποιεί ημερήσιες εκδρομές γύρω από όλη την Αμοργό και κάνει δρομολόγια από τον όρμο της Αιγιάλης προς όλες τις κοντινές παραλίες. Ακόμη αν χρειαστεί κάνει και κανένα έκτατο δρομολόγιο προς τη Νάξο και τα γύρω μικρά νησιά. .
Στην ερώτηση γιατί δεν κρατάει και τα δυο σκάφη, απαντά ευθέως πως είναι ασύμφορο, χώρια που αγωνία τους στις ημέρες με μεγάλη κακοκαιρία είναι διπλή καθώς το σημερινό λιμάνι της Αιγιάλης δεν είναι και τόσο ασφαλές για τα σκάφη. «Ξενυχτάμε για το ένα» λέει, «φτάνει. Πέρσι κοντέψαμε να τα σπάσουμε. Κινδυνεύουμε. Και νάχεις και δυο; Σε ποιο να πρωτοπάς; Είναι το παιδί που με βοηθάει, αλλά η κατάσταση με έχει κουράσει». Ανεξάρτητα όμως από τους κινδύνους, σκέφτεται πως άμα έρθει η ώρα για το «κόψιμο» της παλιάς «Χοζοβιώτισσας», θα του τη δώσει κυριολεκτικά. «Δεν είναι τα λεφτά που θα πάρω», σχολιάζει «είναι και οι αντοχές που πρέπει να έχεις για να κρατήσεις ένα τέτοιο σκάφος. Αν είχα λεφτά θα το κρατούσα, αλλά τα φέρνουμε ίσια – ίσια».
Ακούγοντάς τον, σκεφτήκαμε πώς θα μπορούσε να βρεθεί μια διαφορετική λύση ώστε να παραμείνει η «Χοζοβιώτισσα» ως ένα ιστορικό, αναπόσπαστο από την ιστορία της Αμοργού στοιχείο στο λιμάνι της Αιγιάλης και να αποκτήσει ένα μουσειακό – διδακτικό ρόλο, χωρίς όμως να ζημιωθεί και ο άνθρωπος που την είχε και τη δούλευε με ιδρώτα πολύ, τόσα χρόνια. Αν ήταν κάποιος άλλος στη θέση του, καθώς μάλιστα οι ψαράδες τελευταία τα φέρνουν όλο και πιο δύσκολα, ενδεχομένως θα έτριβε τα χέρια με την αποζημίωση που θα έπαιρνε από την απόσυρση.
Στην καρδιά όμως του Κωνσταντή, υπάρχει ακόμη η απαραίτητη ευαισθησία για τη διάσωση ενός κομματιού της παραδοσιακής ζωής των Αμοργιανών και επί πλέον η ψυχή του, διαθέτει και την ανάλογη αισθητική γι’ αυτό το πλεούμενο, πράγμα που έχει σχεδόν χαθεί από τα περισσότερα λιμάνια του Αιγαίου. Την πραγματική αξία της «Χοζοβιώτισσας» πιστεύουμε πως όλοι θα αντιληφθούν, όταν λείψει κάποια ημέρα από το λιμάνι της Αιγιάλης, αλλά τότε πλέον θα είναι αργά, καθώς κάποια πράγματα όπως αυτό το ομορφοκαμωμένο καίκι, όταν καταστραφούν, κανένας δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει κάτι ανάλογο, εκτός από την διαχρονική πείρα των ανθρώπων.
Με το «Χοζοβιώτισσα» λοιπόν που σε λίγο θα πάψει να ομορφαίνει τα νερά της Αμοργού ο Κωνσταντής δούλεψε καλά όλα τα χρόνια. Τον βοήθησε λέει η Παναγία που έδωσε το όνομά της στο καίκι και πρόκοψε, έτσι ώστε και το δεύτερο σκάφος που πήρε και το οποίο όταν το πήρε από την Ύδρα το έλεγαν «Χρήστο», το όνομα της Παναγίας του έδωσε και περιμένει πάλι τη βοήθεια της Κυράς της Αμοργού.
Είτε στο ψάρεμα, είτε στις μεταφορές η Παναγία ήταν πάντα δίπλα του και τον βοηθούσε. Έτσι όλα αυτά τα χρόνια, αν και πέρασε φουρτούνες και φουρτούνες, δεν έπαθε καμιά μεγάλη ζημιά. Κάποιες φορές μόνο όταν ψάρευε αποκλείονταν για αρκετές ημέρες στην Κίναρο, αλλά δεν τον πείραζε γιατί ήταν τόσο εξοικειωμένος με το νησί και εκείνα τα χρόνια είχε κόσμο πάνω του και τον γνώριζαν καλά καθώς σε αυτών απευθύνονταν όταν ήθελαν να μεταφέρουν πράγματα στο νησί ή τα κατσίκια για το χασάπη. Αυτός τους πήγαινε φάρμακα, τρόφιμα, ζωωοτροφές, ότι ήθελαν από κεί πέρα. Αυτός πάλι μετέφερε και τον τελευταίο κάτοικο της Κινάρου, τον 80χρονο Γιώργη Θηραίο σαν αρώστησε βαριά την άνοιξη του 1997. Ο γιατρός τότε συνέστησε να γίνει η μεταφορά του ασθενούς με ελικόπτερο, αλλά ο γέροντας ούτε να ακούσει ήθελε αυτό το πράγμα. Έπνεαν πολύ ισχυροί άνεμοι εκείνες τις ημέρες και φοβήθηκε μη πέσει το ελικόπτερο και γι’ αυτό ζήτησε από τον Κωνσταντή να πάει να τον πάρει. Τι να κάνει αυτός; Αψήφησε τον κίνδυνο και πήγε στο νησί, τον πήρε και τον έφερε στην Αμοργό και αυτό ήταν το τελευταίο ταξίδι του θρυλικού γέροντα της Κινάρου.
Τώρα εκτελεί τακτικά δρομολόγια προς την Κίναρο γιατί μετά το θάνατο του γέρο Θηραίου στο νησί επέστρεψε η κόρη του Ειρήνη και κατοικεί εκεί μαζί με τον άντρα της, τον Καλύμνιο Μικέ Κατσοτούρχη. Γι’ αυτούς λοιπόν τώρα ο Κωνσταντής είναι άνθρωπος που δένει το καινούργιο του καίκι μια φορά την εβδομάδα, όταν το επιτρέπει φυσικά ο καιρός, στο σίδερο της μικρής προβλήτας στον όρμο του Πνιγκού και τους μεταφέρει προμήθειες και άλλα απαραίτητα.
Οι θάλασσες πάντως γύρω από την Αμοργό δεν είναι πάντα και τόσο ήσυχες και ο Κωνσταντής έχει πολλά να πεί για φουρτούνες που έχει δοκιμάσει και τους δυνατούς αέρηδες που επικρατούν χειμώνα - καλοκάιρι. Μια φορά θυμάται έπρεπε να πάει μια έγκυο η οποία αντιμετώπιζε επί 3 ημέρες δυσκολίες στον τοκετό, στη Σύρο. Πρέπει να ήταν πάνω από 8 μποφώρ όταν ξεκίνησε και σαν έφτασε έξω από τη Δονούσα, της ήρθε η ώρα να γεννήσει και ο γιατρός που ήταν μαζί τους, τον παρακάλεσε να κάνει κάτι να μην κουνάει πολύ το καίκι για να μπορέσει να ησυχάσει η γυναίκα. Μέσα στον χαλασμό, έκανε ότι μπορούσε και σε λίγο ήρθε στον κόσμο ένα αγοράκι που το βάφτισαν Σταύρο, στη χάρη της εκκλησίας του Σταυρού της Δονούσας. Αφού γέννησε λοιπόν η γυναίκα, δεν υπήρχε λόγος να πάνε πλέον στη Σύρο κι έτσι έστριψε το τιμόνι του πίσω προς την Αμοργό. Ήταν η εποχή ακόμη που και τα σταθερά τηλέφωνα ήταν πολυτέλεια κι έτσι δεν ήταν σε θέση να ειδοποιήσουν κανένα για το ευχάριστο γεγονός που έγινε μέσα στη «Χοζοβιώτισσα». Ο πατέρας της γυναίκας όμως που μόλις πριν από μια ώρα τους είχε αποχαιρετήσει από το λιμάνι της Αιγιάλης, όταν είδε το καίκι να επιστρέφει, ο νους του πήγε αμέσως στο κακό και ώσπου να πληροφορηθεί τι ακριβώς είχε συμβεί, κόντεψε να τρελλαθεί από αγωνία. Άλλη μια φορά θυμάται χρειάστηκε να μεταφέρει μια παρέα Γερμανών από την Αιγιάλη στη Μουτσούνα και η θάλασσα ήταν πολύ άγρια. Κάποια στιγμή κατάλαβε πως θα χάνονταν όλοι και ανακοίνωσε πως θα γυρίσει πίσω. Μόλις το άκουσαν αυτό οι Γερμανοί, νόμισαν πως ήθελε περισσότερα χρήματα και του πρότειναν να του δώσουν τα διπλάσια προκειμένου να βγουν στη Νάξο. «Έβραζε η θάλασσα» θυμάται «αλλ’ αυτοί δεν καταλάβαιναν τίποτα από τον κίνδυνο.. Αναίσθητοι, δεν ένοιωθαν ότι θα μπορούσε να μας τσακίσουν τα κύματα και να πνιγούμε. Να γλυτώσουμε ήθελα και αυτοί με παρεξήσαν. Τι να τα έκανα τα χρήματα αν πηγαίναμε όλοι μαζί στο βυθό;».
Δεν είναι μία, ούτε δυο οι ιστορίες που μπορεί να αφηγηθεί ο Κωνσταντής για τα χρόνια που εξυπηρετούσε τους συμπατριώτες τους με τη «Χοζοβιώτισσα» κι έχει να πει ακόμα για ένα σωρό καλές στιγμές αλλά και για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε μαζί τους στη θάλασσα. Λίγο – πολύ οι περισσότεροι από τους τρανώτερους σήμερα Αμοριανούς έχουν ταξιδεύσει με την «Χοζοβιώτισσα» και όλοι έχουν επίσης κάτι να πούνε για αυτό το ωραίο καίκι. Έτσι, όλοι σκέφτονται πως είναι κρίμα να χαθεί το πλεούμενο, που εκτός του ότι φέρει το όνομα της Κυράς της Αμοργού, είναι συνδεδεμένο με τη ναυτική και την κοινωνική της ιστορία τους για μισό αιώνα!
Η «Χοζοβιώτισσα» ήταν μεγάλο σχολείο για τον Αντώνη και δίπλα στον πατέρα του έμαθε τη θάλασσα και τα μυστικά της πριν αναλάβει το τιμόνι της νέας «Παναγίας Χοζοβιώτισσας»
Δημοσιεύτηκε στο ένθετο της εφημερίδας Έθνος, "Σκάφος - Φουσκωτό" τον Σεπτέμβριο του 2007.
Ποιος θα σώσει την «Χοζοβιώτισσα»;
Δυστυχώς αυτό που θαυμάστηκε ως ελληνικό τοπίο, τα τελευταία χρόνια πιέστηκε τόσο πολύ από τα συμφέροντα των αμόρφωτων επιτήδειων και την απαιδευσιά των νεόπλουτων που σχεδόν διαλύθηκε και αν επιζεί, ως σπάραγμα στο περιθώριο της ακαλαισθησίας του επιπόλαιου κέρδους μόνο ανιχνεύεται. Ορισμένα μάλιστα από τα στοιχεία που το χαρακτήριζαν, όπως για παράδειγμα τα παραδοσιακά καίκια, η απαλλοτρίωσή τους είχε το δέλεαρ της αποζημίωσης προς τους κατόχους τους που υποχρεώθηκαν μάλιστα να τα διαλύσουν και να τα πουλήσουν για καυσόξυλα!
Γι’ αυτή την απαράδεκτη, επί χρήμασι καταστροφή αυτών των καικιών ειπώθηκαν πολλά στο παρελθόν και βρέθηκε λύση ώστε κάποια εμβληματικά και ιστορικά σκάφη τουλάχιστον, σώθηκαν με την αλλαγή της χρήσης τους και χωρίς ο ιδιοκτήτης τους να υποληφθεί των οικονομικών ευεργεσιών που έτυχαν όλοι οι ομότεχνοί του.
Τον κίνδυνο της καταστροφής αντιμετωπίζει τώρα και η «Χοζοβιώτισσα», ένα πανέμορφο τρεχαντήρι 11.50 μέτρων που ανήκει στον καπετάν Κωνσταντή Χάλαρη και έχει κατασκευαστεί πριν 42 χρόνια στο περίφημο ναυπηγείο του Βαζαίου, στο Ξυλοκερατίδι. Είναι μάλιστα το τελευταίο έργο του σπουδαίου μάστορα που πλέει ακόμη στα νερά του Αιγαίου αφού όλα τα άλλα διαλύθηκαν και εκτός αυτού είναι δεμένο με τη ζωή των Αμοργινών, από την εποχή που τα μεγάλα πλοία έφταναν στο νησί μια φορά την εβδομάδα και ήταν το μόνο σκάφος που με οποιοδήποτε καιρό τους μετέφερε στον προορισμό τους. Η προσφορά που δίνουν οι τεχνοκράτες για την απόσυρση της «Χοζοβιώτισσας» στον Κωνσταντή δεν είναι ευκαταφρόνητη αλλ’ αυτός το σκέπτεται και αναζητεί λύση που έχει να κάνει με την ιστορική μνήμη της Αμοργού και βεβαίως, και με την διωκόμενη αισθητική του κυκλαδίτικου τοπίου όπου πάντοτε κυριαρχούσαν τα ομορφότερα πλεούμενα του κόσμου!
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", τον Σεπτέμβριο του 2007 .
ΜΙΑ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΗ
Πίστευα πως αυτές οι δημοσιεύσεις σε δυο μεγάλες μάλιστα εφημερίδες θα κινούσαν το ενδιαφέρον κάποιων αρμοδίων και με με μια γενναία παρέμβασή τους θα μπορούσε να σωθεί η "Χοζοβιώτισσα". Τίποτα όμως, το σκάφος έγινε κομμάτια στις αρχές του Δεκεμβρίου κι έτσι χάθηκε το στολίδι της Αιγιάλης.
.
Στα χνάρια του ιστορικού «Ζέπου»
Η συνάντηση με τον καπετάν Κωνσταντή Χάλαρη έγινε όταν μια καλή συντροφιά από την Αιγιάλη με επικεφαλής τον ιερέα των Θολαρίων Ειρηναίο Χρυσοβαλάντη, επισκεφθήκαμε στις αρχές του καλοκαιριού την Κίναρο για να δούμε το ζευγάρι του Μικέ Κατσοτούρχη και της Ειρήνης Θηραίου που ζουν όλο το χρόνο εκεί και να κάνουμε μια λειτουργία στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Στην επιστροφή καθήσαμε με τον καπετάνιο και τον γιό του Αντώνη, στο παραλιακό καφενείο της Αιγιάλης, «Αμοργιαλό» να κουβεντιάσουμε για την «Χοζοβιώτισσα» και κάποια στιγμή στην παρέα μας, προστέθηκε και η γυναίκα του Κωνσταντή Μαρία. Η κουβέντα τότε επεκτάθηκε στον πατέρα της, τον Αντώνη Θεολογίτη και κυρίως στον παππού της, μια αξέχαστη προσωπικότητα της Αιγιάλης, τον Θεόδωρο Συνοδινό ο οποίος ήταν αυτός που πήρε, όταν το έβγαλαν σε πλειστηριασμό στον Πειραιά, το ιστορικό καίκι του καπετάν Ανδρέα Ζέπου και το έφερε κατόπιν στην Αιγιάλη.
Ο Θόδωρος Συνοδινός είχε μαγαζί εκεί που είναι σήμερα ο «Αμοργιαλός» το οποίο δούλευε μαζί με τη γυναίκα του Μαρία. Το μαγαζί ήταν κυριολεκτικά μέσα στη θάλασσα, δεν υπήρχε τότε ο φαρδύς δρόμος μπροστά του, ούτε ο λιμενοβραχιόνας και δίπλα του είχαν μια μεγάλη γούρνα όπου έβαζαν μέσα τους αστακούς να τους κρατάνε ζωντανούς μέχρι να τους στείλουν με το πλοίο στον Πειραιά. Ο Θόδωρος κάποια χρόνια, στη δεκαετία του ’70 άφησε στο μαγαζί την κυρά του και πήγε στην Αθήνα και δούλευε σε ένα θυρωρείο. Είναι άγνωστο αν ήξερε τον καπετάν Ανδρέα Ζέπο και το πως έμαθε για τον πλειστηριασμό του «Ζέπου», αλλά έδειξε ενδιαφέρον για αυτό το τραγουδισμένο καίκι και αποφάσισε να το πάρει. Δεν του έφταναν όμως τα χρήματα και απευθύνθηκε στον γαμπρό του, Αντώνη Θεολογίτη και αυτός πούλησε χωράφια, βόδια, ότι μπορούσε και έτσι πήρε και μερίδιο από το καίκι. Ο Θόδωρος που η σχέση του με τη θάλασσα δεν ήταν και η καλύτερη, πλήρωσε έναν καπετάνιο και το έφερε στην Αιγιάλη και καθώς ήταν νύχτα, το κοπάνησαν μάλιστα από αβλεψία στο μώλο. Τον «Ζέπο» που δεν του άλλαξαν όνομα ο Θόδωρος Συνοδινός τον έδωσε και τον δούλεψαν για αρκετά χρόνια ο πατέρας της Μαρίας, Αντώνης Θεολογίτης και ο Δημήτρης Βεκρής μέχρι που τον πούλησε στον Θανάση Ταντάνη από της Νάουσα της Πάρου, παρουσίαση του οποίου δημοσιεύτηκε στο «Φουσκωτό», τεύχος Δεκεμβρίου 2006. Η απρόοπτη αυτή αναφορά για το «Ζέπο» σε τούτο το κείμενο, έχει τη σημασία της καθώς, σταθμό το σταθμό συμπληρώνει την πορεία του πιο τραγουδισμένου καίκου του Αιγαίου και προειδοποιεί εμμέσως για την τύχη της επίσης ιστορικής «Χοζοβιώτισσας»…
Και μια απρόοπτη ιστορία που έζησε ο Κωνσταντής
...Τα μεγάλα φίδια της θάλασσας
Όταν ο Κωνσταντής Χάλαρης πήρε την απόφαση να παρατήσει τα καράβια, η μόνη διέξοδος που είχε ήταν το ψάρεμα και καθώς διέθετε την ανάλογη εμπειρία τα πήγε αρκετά καλά. Ήταν βέβαια ακόμη τότε οι θάλασσες γεμάτες από ψάρια, αλλά το πρόβλημα όλης της Αμοργού ήταν η διάθεσή τους γιατί τα δρομολόγια των μεγάλων πλοίων προς τον Πειραιά ήταν πολύ αραιά και δεν είχαν ψυγεία να τα διατηρήσουν.
Στις επιτυχίες του συμπεριλαμβάνονται ένας καρχαρίας 250 κιλών που έπιασε πριν από καμιά δεκαριά χρόνια στη Μονόπετρα, λίγο έξω από το λιμάνι της Αιγιάλης ενώ ένα σελάχι 150 περίπου κιλών που έπιασαν με βλαχοπαράγαδο, όταν ψάρευαν μαζί με τον πεθερό του πριν από 20 χρόνια στην Κίναρο δεν κατάφεραν να το βγάλουν έξω γιατί δεν είχαν μεγάλο βίντσι. Από τα άλλα ψάρια που έπιασε ξεχώρισε ένας βλάχος 30 κιλά, θυμάται όμως κάποτε και μια μεγάλη ψαριά με 30 κιλά αστακούς.
Εκείνο όμως που του έμεινε, όλα αυτά τα χρόνια στη θάλασσα, ήταν που έπιασε ένα μεγάλο θαλάσιο φίδι. Μικρός ακόμη του άρεσε να πηγαίνει μόλις σουρούπωνε να ψαρεύει με αγκίστρια μουγκριά και σμέρνες κοντά στο λιμάνι και μια νύχτα έπιασε ένα θαλάσσιο φίδι, το έβγαλε στη στεριά και απ’ όσους το είδαν, κανένας ψαράς δεν ήξερε τι ήταν αυτό το μακρύ, ως δυο μέτρα λεπτό πράγμα που μαζεύονταν σαν τόπι και μόλις τον πλησίαζαν ανοίγονταν πάλι με ταχύτητα και απειλητικό σφύριγμα.
«Πήγαινα κοντά» αφηγείται «και αυτό αμόλαγει. Φοβήθηκα. Ήταν βασιλεμένος ο ήλιος. Όπως ήταν πιασμένο στο αγκίστρι τραβώντας το πάω στον Δημήτρη Βεκρή που ήταν παλιός ψαράς. Του λέω αυτό τι ψάρι είναι; Δεν το έχω ξαναδεί παιδί μου αυτό, μόνο πάνω στον Ποταμό, εκεί ήταν ένας γέρος, ο καπετάν Μιχάλης, Αλεπουδάκη τον λέγαμε, μόνο αυτός μπορεί να σου πει τι είναι. Θα το πάω. Πώς να το πάω όμως; Δεν το έπιασα στα χέρια, το τραβούσα και πήγαινα. Άμα αμόλαγε έτρεχα μακριά. Μαζεύονταν και άρχιζα πάλι να το τραβάω. Του λέω, αυτό τι είναι; Αυτό λέει είναι γναφιός, είναι σα φίδι και δεν τρώγεται γιατί έχει δηλητήριο. Πέταξέ το. Που να το πάω; Ήταν ένα ρέμα και το πετάω εκεί. Όπως ήταν, ούτε αγκίστρια, έβγαλα, ούτε τίποτα. Πήγαν οι σκύλοι του χωριού και τους έκανε κόλπα. Δυο μέρες ζούσε εκεί, το παρακολουθούσα. Μετά ψόφησε. Από τότε δεν ξανάδα τέτοιο».
Την ύπαρξη αυτών των θαλάσσιων φιδιών στις θάλασσες της Αμοργού, την επιβεβαιώνει και η καπετάνισσα της Αιγιάλης, η Βούλα Σαρπάκη (Βαρβάκαινα) η οποία τα χρόνια που ψάρευε τον άντρα της Αντώνη, έναν σπουδαίο ψαρά της Αιγιάλης, έπιασαν ένα περίπου 2,5 μέτρα. «Υπάρχουν μας είπε, αλλά δεν είναι πολλά. Στα 1000 άμα γεννήσει μια φιδιά, ένα ζει. Τα άλλα πεθαίνουν, γιατί τα τρώει η ίδια. Άμα πεινάει, τα τρώει. Έτσι έχω ακούσει από παλιούς…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου