Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΕΛΑΓΩΝ



Έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια να μιλάμε και να αναφερόμαστε στις Κυκλάδες και στο Αιγαίο γενικότερα, μόνο τα καλοκαίρια και λίγο πολύ να ξεχνάμε πως αυτός ο μοναδικός τόπος σε ολόκληρο τον κόσμο, έχει ζωή και τον υπόλοιπο χρόνο και μάλιστα έχει και γιορτές που καθόλου δεν υστερούν σε λαμπρότητα από αυτές του καλοκαιριού.
Η περίπτωση για το μεγάλο πανηγύρι της Αμοργού, στο μοναστήρι της Παναγίας Χοζοβιώτισας που γίνεται στις 21 Νοεμβρίου στη εορτή της Γέννησης της Θεοτόκου και αποτελεί το κορυφαίο γεγονός για το νησί που η ζωή του είναι συνδεδεμένη με το προαναφερόμενο ιερό ίδρυμα του οποίου η ιστορία χάνεται στους αιώνες.


Η παράδοση θέλει την αρχή της ίδρυσής του, όταν η θάλασσα ξέβρασε στην απόκρημνη νότια πλευρά του νησιού μια εικόνα που προέρχονταν από τα Χόζοβα της Παλαιστίνης, πριν από 1200 και περισσότερα χρόνια, στην εποχή της εικονομαχίας. Τότε πρέπει να άρχισε να χτίζεται το μοναστήρι σε σημείο που υπέδειξε μάλιστα η εικόνα. Από εκεί και πέρα, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες και ιδιαίτερα ο Αλέξιος Κομνηνός  (1081 - 1118) που είδαν το στρατηγικό σημείο που χτίστηκε το μοναστήρι το ενίσχυσαν σημαντικά και έτσι αυτό αποτέλεσε ένα σπουδαίο προπύργιο της άμυνας της αυτοκρατορίας αλλά και της πίστης.


Ο ρόλος του μοναστηριού δεν μειώθηκε καθόλου σε όλους τους επόμενους αιώνες και συνέχισε και αποτελεί μέχρι σήμερα το μεγαλύτερο όπως προαναφέρθηκε ιερό ίδρυμα σε όλες τις νότιες Κυκλάδες και στην γιορτή της Παναγίας καταφθάνουν σε αυτό δεκάδες πιστοί από όλα τα γύρω νησιά να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα και βεβαίως  χωρίς να έχουν τις σκοτούρες του καλοκαιριού στο μυαλό τους να ανταμώσουν με τους γείτονές τους στο Αιγαίο, σε αυτό τα μοναδικό χώρο που αποτελεί και ένα αξεπέραστο επίτευγμα, «θαύμα» λένε της αρχιτεκτονικής λένε οι ειδικοί που το έχουν επισκεφτεί.


Το οικοδήμημα που βρίσκεται σε ύψος 300 μέτρων από την αλίμενη και αφιλόξενη ακτή εκτείνεται σε μήκος σαράντα μέτρων, το πλάτος του δεν ξεπερά τα πέντε μέτρα ενώ το ύψος του υπολογίζεται όσο μια οκταώροφη πολυκατοικία με ένα ισχυρότατο τοίχο να ανεβαίνει παράλληλα στο βράχο και να προστατεύει ένα δαιδαλώδες σύστημα από σκάλες, κελλιά, αποθήκες, δεξαμενές, μαγειρία, φούρνο, πατητητήρι και φυσικά την εκκλησία όπου φυλάσσεται η θαυματουργός εικόνα στην κορυφή.


 Σε αυτό τον μικρό χώρο, συγκετρώνονται οι προσκυνητές από το απόγευμα της παραμονής και παρακολουθούν με κατάνυξη τον εσπερινό και την ολονυχτία καθώς και την εορταστική  λειτουργία της ημέρας στην οποία χοροστατεί πάντα ο μητροπολίτης Θήρας και νήσων κ.κ. Επιφάνιος και συμμετέχουν όλοι οι ιερείς του νησιού. Παρά το γεγονός ότι ο χώρος είναι στενός, εντούτοις καταφέρνουν όλοι και περνούν από την μικρή εκκλησία όπου τελούνται οι ακολουθίες και προσκυνούν την εικόνα. Για την περιποίηση μάλιστα των προσκυνητών, από τους οποίους πολλοί έρχονται από τα διπλανά νησιά (Νάξο, Δονούσα, Κουφονήσια, Σχοινούσα, Ηρακλειά κ.ά) οι υπεύθυνοι του μοναστηριού έχουν φροντίσει να υπάρχει άφθοο ψωμί και νηστίσμο φαγητό, δηλαδή παστός μπακαλιάρος με πατάτεςτο οποίον μαγειρεύουν με εξαιρετικό τρόπο οι «υπηρέτες», αυτοί δηλαδή που προσφέρονται εθελοντικά να μπουν για δυο μέρες στα μαγειρεία και μάλιστα δε είναι και λίγοι.




Πέρα όμως από την κατάνυξη και την ευλάβεια που γίνεται ο εορτασμός της Παναγίας στο μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας, μια ιδιαίτερη εμπειρία για όλους είναι και η ανατολή του ήλιου από το ορίζοντα του πελάγους όταν φυσικά είναι καθαρή η ημέρα. Τότε βλέπουμε τον ήλιο να ανεβαίνει από τις ακτές της Μικράς Ασίας που μπροστά τους διακρίνονται καθαρά η Κάλυμνος, η Πάτμος και η Λέρος ενώ η Αστυπάλαια δείχνει πως μπορείς α την πιάσεις με το χέρι. Τόσο κοντά φαίνεται…



Το ίδιο εντυπωσιακό από τους εξώστες του μοναστηριού είναι και όταν βρέχει γιατί αρκετές φορές τα σύννεφα κρέμονται σε ύψος χαμηλότερο από το σημείο που είναι χτισμένο και μοιάζουν σαν ένα άλλο πέλαγος πάνω από τη θάλασσα. Δεν θα ήταν υπερβολή πάλι να πούμε πως μια σπάνια εμπειρία είναι όταν βλέπει κάποιος μια μαγάλη καταγίδα και τη νύχτα τους κεραυνούς να λάμπουν πάνω από τη σκοτεινιασμένη θάλασσα.
Σε γενικές γραμμές, η επίσκεψη στο μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας τέτοιες ημέρες εκτός του ότι καλύπτει πολύ ικανοποιητικά το μέρος της πίστης αποτελεί και την αφορμή για τη γνωριμία με την χειμωνιάτικη Αμοργό και φυσικά με τους ανθρώπους της που αυτό τον καιρό ασχολούνται με το μάζεμα των ελιών σε όλο το νησί και ιδιαίτερα στην Αιγιάλη όπου στην κάμπο της σώζεται σχεδόν ακέραιος ο παλιός μεγάλος ελαιώνας.
 
 
Παλαιότερα υπήρχε το πρόβλημα των θαλάσσιων συγκοινωνιών και λίγοι σκέφτονταν να επισκεφτούν την Αμοργό μέσα στο χειμώνα. Από τότε όμως που τα δρομολόγια εκτελούνται από τα Βlue Star, το ταξίδι μπορεί να διαρκεί 7 - 8 ώρες, αλλά είναι άνετο και ευχάριστο. Μπορεί θαυμάσια να φύγει κάποιος αύριο το απόγευμα να μείνει την Τρίτη και την Τετάρτη στην Αμοργό και να επιστρέψει την Πέμτη ή όποια άλλη μέρα επιθυμεί. Ένα άλλο πρόβλημα που υπήρχε ήταν αυτό της διαμονής καθώς τα περισσότερα ξενοδοχεία ήταν κλειστά αλλά και αυτό ξεπερνιέται γιατί αρκετά από αυτά παραμένουν ανοιχτά όλο το χρόνο και επιπλέον προσφέρουν λόγω της εορτής και άλλες υπηρεσίες, όπως μετακινήσεις.
ΑΘΗΝΑ,18112012

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

ΣΤΟΝ ΑΪ - ΓΙΑΝΝΗ ΤΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ


 
 
Ένας από πιο τους σημαντικούς κρίκους που δένουν το παρελθόν της Ηρακλειάς με το σήμερα, είναι και ο πρωινός εσπερινός που γίνεται το μεσημέρι της 28ης Αυγούστου, την παραμονή της ημέρας που εορτάζεται ο κατ’ εντολήν της Σαλώμης, αποκεφαλισμός του Ιωάννη του Προδρόμου, στο σπήλαιο του Αϊ Γιάννη που βρίσκεται σε μια ερημική περιοχή, στο δυτικό μέρος του νησιού και δεν είναι ορατό από τη θάλασσα. Ένας κρίκος ο οποίος ενώ φαίνεται ότι είναι ακόμα γερός, χρόνο με το χρόνο αδυνατίζει καθώς οι ντόπιοι με τις νέες ασχολίες, συνειδητά απέχουν από το ετήσιο προσκύνημα.

 
Αυτός ο μεσημεριάτικος εσπερινός καθιερώθηκε, όταν πριν από πολλά χρόνια, ένας βοσκός «ανακάλυψε» τυχαία το σπήλαιο και την εικόνα που βρίσκονταν στο εσωτερικό του, μια εικόνα που κατά κάποιο τρόπο αποτελεί το φυλαχτό του νησιού και ως τέτοιο αναγνωρίζεται και τιμάται από τους Ηρακλειώτες και όλους τους κατοίκους των γύρω νησιών. Καθώς μάλιστα, η ίδια η σπηλιά μπορούσε να είναι παράλληλα και εκκλησία, οι Ηρακλειώτες ποτέ δεν προχώρησαν στην ίδρυση ενός ναού, ούτε καν εικόνισμα δεν έχουν κατασκευάσει εκεί κοντά και όπως προαναφέρθηκε, αρκέστηκαν στην αγιοποίηση του σπηλαίου, στο οποίο εκτός από μια κόγχη για τις ανάγκες της Λειτουργίας και μερικές εικόνες, τίποτα άλλο το εκκλησιαστικό δεν υπάρχει.

Το αποτέλεσμα όμως των λειτουργιών είναι ορατό, καθώς ένα πυκνό στρώμα υγρής καπνιάς που έχει δημιουργηθεί από τα κεριά έχει καλύψει τους τοίχους και την οροφή του. Κατά τους ειδικούς, αυτή η καπνιά έχει αναστείλει και τη φυσική λειτουργία του σπηλαίου και έχει καταστρέψει πολλά από τα στοιχεία του.
 
 
Το σπήλαιο όταν ανακαλύφθηκε ήταν γεμάτο από μεγάλους σταλαγμίτες και σταλακτίτες η οποίοι για πολλά χρόνια δυστυχώς, αποτελούσαν το εύκολο λάφυρο των νεαρών που το επισκέπτονταν, τους αποκολλούσαν και κοσμούσαν με αυτούς τα σπίτια τους. Όποιος μάλιστα έκοβε τον μεγαλύτερο, «ψήλωνε» στα μάτια των άλλων και έπαιρνε τα ανάλογα εύσημα από την παρέα του. Η καταστρεπτική αυτή άμιλλα, ευτυχώς έχει σταματήσει καθώς όλοι έχουν καταλάβει την αξία αυτού του μνημείου της φύσης και όσο μπορούν, προσπαθούν να το προφυλάξουν, θεωρώντας βέβαια ότι η μοναδικότητα του σπηλαίου μπορεί να αποτελέσει έναν ιδιαίτερο προορισμό για τους τουρίστες και τους επισκέπτες της Ηρακλειάς


Στην περίπτωση, βεβαίως και αποτελεί ένα ενδιαφέρον σημείο και πολλοί είναι αυτοί που βαδίζουν ένα μονοπάτι χωρίς καμία σκιά, δυο ώρες σχεδόν, για να το γνωρίσουν. Παράλληλα γνωρίζουν και το εσωτερικό της Ηρακλειάς, με το πλέον ενδιαφέρον σημείο, τον εγκαταλελειμμένο οικισμό του Αγίου Αθανασίου με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του. Έκπληξη επίσης για πολλούς που πηγαίνουν πρώτη φορά στην Ηρακλειά, είναι και η Χώρα ή Παναγία που είναι χτισμένη σε μια πανοραμική θέση, στην πλαγιά του σκληρού βουνού που λέγεται Πάπας. Η πρώτη γνωριμία με την Χώρα σε πολλούς θα θυμίσει έναν νησιώτικο οικισμό της δεκαετίας του’60.
 
 
Η απόσταση του σπηλαίου από τον Άγιο Γεώργιο, το λιμάνι της Ηρακλειάς είναι περίπου δυο ώρες με τα πόδια ενώ λίγο χρόνο κερδίζουν όσοι φθάσουν μέχρι τη Χώρα με κάποιο όχημα. Το μονοπάτι που χάρη στα πόδια των δεκάδων επισκεπτών διατηρείται σα πολλή καλή κατάσταση, είναι ιδιαίτερα ανηφορικό μέχρι τον αυχένα του Σταυρού και αμέσως ακολουθεί έναν τραχύ κατήφορο. Έτσι την ημέρα του Εσπερινού έχουν την τιμητική τους τα γαϊδούρια τα οποία, λόγω της εγκατάλειψης των καλλιεργειών δεν είναι υποχρεωμένα πλέον να κάνουν καμία εργασία και μοιάζει να τα κρατούν οι Ηρακλειώτες μόνο και μόνο γι’ αυτό το λόγο. Τα υπομονετικά ζώα κουβαλούν στην πλάτη τους πολλούς ηλικιωμένους καθώς και παιδιά, τα οποία βεβαίως και δεν ζουν στο νησί και η ανάβαση με τα πόδια στο σπήλαιο γι’ αυτά θα ήταν μεγάλη δοκιμασία. Επειδή λοιπόν το σπήλαιο είναι απομακρυσμένο και το βράδυ είναι αδύνατον να περπατήσει κανείς μέχρι εκεί, ο εσπερινός καθιερώθηκε να γίνεται το πρωί, ανήεμρα της εορτής του Αγίου.


Η είσοδος του σπηλαίου είναι μια τρύπα ανάμεσα στα βράχια και μόλις μετά βίας μπορεί να χωρέσει ένας άνθρωπος γονατιστός και γι’ αυτό το λόγο την στρώνουν με πολύχρωμες μπαντανίες. Πρώτη μέριμνα των πανηγυριστών μόλις φτάσουν στο σπήλαιο είναι να αναζητήσουν λίγη σκιά κάτω από τα χαμηλές φίδες και τα σχίνα ή να πιάσουν θέση στο μεγάλο ανοιχτό σπήλαιο που βρίσκεται απέναντι από αυτό του Αϊ – Γιάννη το οποίο είναι κατάμαυρο από μια φωτιά που άρπαξε πριν από λίγα χρόνια και μυρίζει έντονα κοπριά από τα ζώα που σταυλίζονταν εκεί. Αυτό το σπήλαιο λέγεται σπηλιά του Κύκλωπα και πολλοί λένε πως σε αυτό ζούσε ο Πολύφημος που τύφλωσε ο Οδυσσέας. Η εκδοχή αυτή, αποτιμάται ιδιαίτερα από τους Ηρακλειώτες και καμαρώνουν όταν κάποιος τη θέσει στην κουβέντα για το νησί τους.


Ο εσπερινός διαρκεί όσο προβλέπεται από το τυπικό της εκκλησίας και τα τελευταία χρόνια τον τελεί ο πατήρ Φιλάρετος ο οποίος προέρχεται από το μοναστήρι της Αμοργού, την Χοζοβιώτισσα και τελεί χρέη ιερέα στη Σχοινούσα. Το πέρας του εσπερινού ακολουθεί λιτό φαγητό που έχουν φροντίσει να μεταφέρουν μέχρι εκεί με τα γαιδούρια οι επίτροποι της Ηρακλειας και ο Πολιτιστικός Σύλλογος και συνήθως όλοι οι πανηγυριώτες το απολαμβάνουν κάτω από τα δέντρα ή στη σκιά της σπηλιάς. Οι μόνοι που φεύγουν αμέσως μετά τον εσπερινό είναι οι νέοι της Ηρακλειάς με τις εικόνες, τις οποίες είχαν μεταφέρει από την Παναγία στο σπήλαιο. Καθώς είναι έθιμο να της πηγαίνουν τρέχοντας, βάζουν κυριολεκτικά φτερά στα πόδια τους και κανένας δεν μπορεί να τους προλάβει. Όσο δε συντομότερα φθάσει η ομάδα που κρατάει τις εικόνες στη Χώρα, αυτό αποτελεί διάκριση, συζητιέται και καταχωρείται στην τοπική ιστορία ως ιδιαίτερο γεγονός.


Αυτός ο εσπερινός, γίνεται η αφορμή να γνωρίσουν την Ηρακλειά και πολλοί άνθρωποι που παραθερίζουν στα κοντινά νησιά. Έτσι ο «Σκοπελίτης» γεμίζει εκείνο το πρωινό μαυρισμένους νέους και ευλαβείς κοπέλες από την Αμοργό, το Κουφονήσι και τη Σχοινούσα που ανεξάρτητα από τη σχέση τους με τη θρησκεία, πηγαίνουν να ανάψουν ένα κερί στο σπήλαιο, να προσευχηθούν καθένας για το δικό του λόγο και να ζήσουν για λίγο, την εμπειρία μιας κατανυκτικής λειτουργίας μέσα σε ένα σπήλαιο που φωτίζεται μόνο από τα εκατοντάδες κεριά που ανάβουν σε κάθε σημείο της μεγάλης αίθουσας.


Επειδή όμως πολλοί δεν γνωρίζουν ακριβώς που πηγαίνουν, ανηφορίζουν στο βουνό χωρίς νερό και λίγη τροφή. Έτσι ένα μπουκάλι νερό ή μια ντομάτα για παράδειγμα, πολλές φορές εξελίσσεται σε αφορμή γνωριμίας και κατόπιν συντροφιάς στο κατηφορικό μονοπάτι. Είναι δε αλήθεια, πως αυτή η διαδρομή μέχρι το λιμάνι της Ηρακλειάς, για να τελειώσει θέλει συντροφιά, αλλά όπως λένε κάποιοι πιο ψαγμένοι γύρω από αυτά τα ζητήματα, μια τέτοια γνωριμία δεν προκόβει, όπως δεν πρόκοψε το κεφάλι του Προδρόμου και βρέθηκε κομμένο στο δίσκο για να ικανοποιηθεί η Σαλώμη.

 
Όσο για το σπήλαιο, το οποίο είναι εξαιρετικής ομορφιάς και όπου δεν έχει φθάσει η κάπνα από τα κεριά λειτουργεί κανονικά, οι ντόπιοι λένε πως μπορεί να βγάζει απέναντι στην Ίο και σε κάποια μεγάλη υπόγεια αίθουσά του που βρίσκεται κάτω από τη θάλασσα υπάρχει ένα τεράστιο χρυσό άγαλμα του Ηρακλή. Είναι μια εκδοχή που σε πολλούς Ηρακλειώτες αρέσει να την διηγούνται, αλλά σύμφωνα με τους σπηλαιολόγους που το ερεύνησαν, κάτι τέτοιο μοιάζει απίθανο. Κανείς όμως δεν  ξέρει ποια δαιδαλώδη πορεία έχει αυτή η άδεια φλέβα της γης και σε ποιο βάθος φτάνει. Για κάποιους το σπήλαιο της Ηρακλειάς μπορεί να είναι η είσοδος του Κάτω Κόσμου για άλλους μπορεί να συνδέεται με την απελπισία του Ορφέα και το βήμα που έκανε να επισκεφθεί το βασίλειο του Πλούτωνα αναζητώντας την Ευρυδίκη του.



Όπως και να’χει το πράγμα, αξίζει μια επίσκεψη στο σπήλαιο του Αϊ – Γιάννη, την ημέρα του εσπερινού καθώς είναι μια από τις τελευταίες περιπτώσεις που στις Κυκλάδες εκφράζεται η θρησκευτική πίστη μέσα σε ένα κλειστό σπήλαιο, με τέτοια μάλιστα φυσική σημασία. Όποιος βαδίσει μέχρι εκεί, θα γνωρίσει επίσης και μια πλευρά της Ηρακλειάς, τη σιωπηλή Βουρκαριά η οποία κάποτε ήταν γεμάτη χωράφια, αγροτικές εγκαταστάσεις και ζωή. Απ’ όλο αυτό το σύμπαν, εκτός από κάνα – δυο αλώνια τίποτα σχεδόν δεν διακρίνεται σε όλη την περιοχή…

 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο και οι φωτογραφίες (2004 & 2005) δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό "Γεωτρόπιο" της Ελευθεροτυπίας τον Ιούλιο του 2007. Το επαναδημοσιεύω σήμερα χωρίς περικοπές και βελτιώσεις γιατί παρά τις αλλαγές που έγιναν στο νησί, διατηρεί το ενδιαφέρον του.
 
 

Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

ΕΝΑ "ΛΙΜΑΝΙ" ΜΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΙΓΙΑΛΗ

Ο Παναγιώτης Νομικός, μας καλωσορίζει στο "Λιμάνι της κυρά Κατίνας"...
Υπάρχουν κάποια σημεία στις Κυκλάδες και ορισμένα καταστήματα που δεν έχουν αλλάξει καθόλου μέσα στα χρόνια που πέρασαν, από την ανάπτυξη του νησιώτικου τουρισμού και δώθε και οι ιδιοκτήτες τους μπορούν να μιλήσουν για ένα σωρό πράγματα που αφορούν την πορεία τους και το ρόλο που έπαιξαν στην τοπική κοινωνία και την οικονομία. Κι ακόμη για τους ανθρώπους που διάβηκαν την πόρτα τους και απ’ αυτούς πολλοί επιστρέφουν, τις παρέες που γλέντησαν νύχτες ολόκληρες, τις ωραίες στιγμές που έμειναν στη μνήμη.

Ένα από αυτά τα ωραία μαγαζιά που μυρίζουν ακόμη αληθινό Αιγαίο είναι το «Λιμάνι της κυρά Κατίνας» στον Όρμο της Αιγιάλης, το οποίο πρωτολειτούργησε το 1980 από την κυρά Κατίνα και τον κυρ Αντώνη Νομικό και έμελε να γίνει το πιο γνωστό εστιατόριο στην Αμοργό, η φήμη του να φτάσει στις άκρες του κόσμου και η κυρά Κατίνα να γίνει ένα πρόσωπο που το θυμούνται όλοι όσοι πέρασαν από την Αμοργό εκείνα τα χρόνια μέχρι το 2002 το μαγαζί μετά τον θάνατο των γονιών τους, πέρασε στα χέρια του Παναγιώτη και του Θανάση και το δουλεύουν σήμερα μαζί με τις γυναίκες τους Κορνηλία (Λία) και Πούκυ.

Ο Αντώνης και η Κατίνα Νομικού που άνοιξαν το 1980 το "Λιμάνι"...

Εκείνα τα χρόνια θυμάται ο Παναγιώτης, στον Όρμο δεν υπήρχε λιμάνι και το πλοίο που έφθαναν, τα θρυλικά «Μιαούλης» και ο «Νηρέας» και κατέβαζαν τον κόσμο με βάρκες. Ούτε ηλεκτρικό είχε ακόμη η Αιγιάλη αλλά ήδη είχε διαμορφωθεί ένα ρεύμα τουριστών οι οποίοι καθώς δεν υπήρχαν δωμάτια, έμειναν και κοιμόνταν στην παραλία, κάτω από τα λίγα αρμυρίκια κι ακόμα κάτω από τα λιόδεντρα. Η παρουσία τόσου κόσμου ξαφνικά στην Αιγιάλη επόμενο ήταν να κινητοποιήσει την κυρά Κατίνα η οποία μέχρι τότε διατηρούσε ένα μικρό καφενείο που εξυπηρετούσε τον κόσμο με απλά πράγματα, να ανοίξει το πρώτο, μαζί με το «Κοράλι», εστιατόριο στην Αιγιάλη. Λόγω δε των αντικειμενικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε όλο το νησί με το ηλεκτρικό και τις προμήθειες, η κουζίνα της κυρά Κατίνας στηρίχθηκε μόνο στα τοπικά προϊόντα, από τα περιβόλια του Γιάννια και του Πονηρού στον Όρμο και τα κοπάδια των βοσκών καθώς και ψάρια από τα καίκια των ντόπιων ψαράδων κάτι που συνεχίζουν μέχρι σήμερα ο Παναγιώτης και ο Θανάσης. Τα περισσότερα φαγητά τότε τα έψηνε στον τοπικό φούρνο ενώ το ψυγείο λειτουργούσε με γεννήτρια και ο φωτισμός γίνονταν με ασετυλίνη. Στον εφοδιασμό του «Λιμανιού» αλλά και όλης της Αμοργού πρέπει να σημειώσουμε την προσφορά του «Σκοπελίτη», του σκάφους που έχει γράψει τη δική του ιστορία στις Μικρές Κυκλάδες καλύπτοντας όλες τις ανάγκες.

Η κυρά Κατίνα στην κουζίνα του "Λιμανιού" της
Το «Λιμάνι» δεν λειτούργησε όμως μόνο ως εστιατόριο εκείνα τα χρόνια για τους πρώτους τουρίστες στην Αιγιάλη, τους λεγόμενους χαϊδευτικά και «σαμαράδες» από τους ντόπιους γιατί πήγαιναν με το γνωστό σακίδιο στην πλάτη και το σλήπιγκ μπαγκ στη μασχάλη. Το εστιατόριο της κυρά Κατίνας ήταν το καταφύγιο τους εκτός από φαγητό και το πλύσιμό τους και την μπουγάδα τους καθώς και για άλλες ανάγκες υγιεινής. Σε τούτο ευθύνεται η κυρά Κατίνα ή οποία τους έβλεπε όλους σαν παιδιά της και τους φερόταν σαν μάνα. Έτσι της βγήκε και τα όνομα «mammy» κι έτσι την αποκαλούσαν οι περισσότεροι. «Πάμε στη mammy» έλεγαν και ο ρόλος αυτός της έδινε και το δικαίωμα να μαλώνει όποιους παραφέρονταν λιγάκι, να τους συμβουλεύει και ακόμα να τους κάνει και πίστωση αν ξέμειναν από χρήματα. Μέχρι την τελευταία δραχμή θυμάται ο Παναγιώτης εξοφλούσαν με επιταγές που έστελναν στην κυρά Κατίνα μόλις έφταναν στα σπίτια τους τα φρικιά εκείνης της εποχής που μαζεύονταν στην Αιγιάλη για τρεις εβδομάδες τον Αύγουστο.
Ο Αντώνης Νομικός έβαζε κι αυτός το χεράκι του στην κουζίνα.
Όντως εκείνα τα καλοκαίρια στην Αιγιάλη κρατούσαν μόνο τρεις εβδομάδες τον Αύγουστο καθώς ο κόσμος που την επισκέπτονταν, πήγαινε με το πρώτο πλοίο του Αυγούστου και έφευγε γύρω στις 25 του μήνα. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που παρέμειναν λίγες μέρες παραπάνω και φυσικά γινόταν μεγάλο γλέντι με τους ντόπιους όταν έφτανε η νύχτα της αποχώρησης. Στο «Λιμάνι» κάποια καλοκαίρια άραζαν και μουσικοί, όπως το πλήρωμα του ιστορικού για την Αιγιάλη εκείνης της εποχής καϊκιού «Αλδεβαράν», ο «Πατούχας», ο Χατζής, ο Κοροβιάννος, ο Παρτσακλός όλοι από τη Λειβαδιά και έπαιζαν κυρίως ρεμπέτικα καθώς τέτοια ήθελε το κοινό και απαιτούσε η εποχή βεβαίως. Έπαιζαν στα σκαλιά μπροστά από το «Λιμάνι» και γίνονταν χαμός ενώ δεν ήταν και λίγες οι φορές που έπαιζαν μέσα στο μαγαζί το οποίο στο μεταξύ είχε γίνει στέκι για πολλούς καλλιτέχνες που επισκέπτονταν την Αιγιάλη, όπως ο Μανώλης Ρασούλης, οι Κατσιμιχαίοι και άλλοι πολλοί.

Το λιμάνι στον Όρμο της Αιγιάλης
Σημείο αναφοράς για την Αιγιάλη λοιπόν είχε γίνει το «Λιμάνι» εκείνα τα χρόνια, σε βαθμό μάλιστα που έγινε σύνθημα για εκείνους που έφευγαν σαν τέλειωνε το καλοκαίρι και τους φώναζαν πριν επιβιβαστούν στο πλοίο αυτοί που έμειναν «Εσείς στην Αθήνα κι εμείς στην Κατίνα». Περιττό δε να ειπωθεί πως όλοι όσοι έρχονταν ή έφευγαν περνούσαν και αγκάλιαζαν και φιλούσαν την κυρά Κατίνα το «Λιμάνι» της οποίας θεωρούσαν σαν το σπίτι τους. Το γεγονός βέβαια υπήρξε και αφορμή για ποικίλα σχόλια, όταν λόγω της ανάπτυξης των δωματίων στον Όρμο, οι ντόπιοι άρχισαν να πιέζουν τους «σαμαράδες» να εγκαταλείψουν τα αρμυρίκια και την παραλία και να περάσουν στα δωμάτια. Έγιναν μάλιστα και κάποια επεισόδια και πολλοί ήταν αυτοί που στοχοποίησαν το «Λιμάνι» ως το κέντρο που έλκυε τους «σαμαράδες» και τα «φρικιά» της εποχής εκείνης. Εκείνη η εποχή πάει πέρασε και για την Αμοργό και άλλαξε ο κόσμος για όλες τις Κυκλάδες. Η ωραία ατμόσφαιρα όμως δεν άλλαξε καθόλου στην Αιγιάλη και στο «Λιμάνι» και ο Παναγιώτης με τον Θανάση συνεχίζουν την παράδοση της κυρά Κατίνας στην κουζίνα και βεβαίως στα ψαρικά για τα οποία φημίζεται καθώς προμηθεύονται ψάρια από τους ντόπιους ψαράδες. «Μέχρι πέρσι» λέει ο Παναγιώτης «τα καλά ψάρια δεν έφταναν. Τώρα λόγω κρίσης και του περιορισμού των Ελλήνων και των Ιταλών τουριστών που τα προτιμούσαν υπάρχουν σε αφθονία. Φέτος θα έχουμε μπαρμπούνια και τον Αύγουστο!».

Ο Παναγιώτης μας παρουσιάζει τα καλά του "Λιμανιού"
Το καινούργιο για το «Λιμάνι» είναι η ταϋλανδέζικη κουζίνα που προσφέρει κάθε Παρασκευή και τούτο οφείλεται στην Πούκη, την ταυλανδή γυναίκα του Θανάση η οποία έχει απόλυτα ενσωματωθεί στη κουζίνα του μαγαζιού αλλά καταφέρνει παράλληλα και μαγειρεύει εξαιρετικά και φαγητά της πατρίδας της, γεγονός που εκτιμάται ιδιαίτερα από τους ντόπιους και τους εργαζόμενους στην Αιγιάλη. Το ιδιαίτερο πάλι για το «Λιμάνι» είναι η προτίμηση που δείχνουν οι πελάτες, άλλοι να κάθονται στο στενό δρομάκι μπροστά από την είσοδο του μαγαζιού και πίσω από τον τοίχο της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου για να χαζεύουν και την κίνηση και άλλοι να προτιμούν την ωραία βεράντα με τη θέα στον Όρμο.

Ο Παναγιώτης σερβίρει τον συνάδελφο Κώστα Σερέζη
Οι τοίχοι του «Λιμανιού» είναι γεμάτοι από έργα καλλιτεχνών, Ελλήνων και ξένων που πέρασαν ή έζησαν στην Αμοργό και εκεί έβρισκαν φιλόξενο χώρο να τα εκθέσουν και ορισμένοι μάλιστα . Το πιο σπουδαίο όμως είναι ότι το «Λιμάνι» είναι ένας χώρος, ο μοναδικός ίσως σε όλη την Αιγιάλη που μπορεί να μιλήσει για την ιστορία του τουρισμού στο νησί και τούτο γιατί ο Παναγιώτης με το Θανάση έδεσαν εκεί τη ζωή τους και συνέχισαν την παράδοση που ξεκίνησαν οι γονείς τους πριν από τριάντα χρόνια. Σημειώνουμε πως το «Λιμάνι» ανοίγει κάθε χρόνο μια εβδομάδα πριν το Πάσχα και κλείνει περί τα μέσα Οκτωβρίου. Εξαίρεση αποτελεί η γιορτή του Αγίου Νικολάου, στις 6 Δεκεμβρίου που ανοίγει για το μικρό πανηγυράκι και ο Παναγιώτης  στρώνει τραπέζι για τους ντόπιους και τους ξένους που θα τύχει να είναι εκεί αυτές τις ημέρες.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το αφιέρωμα στο "Λιμάνι της κυρά Κατίνας" δημοσιεύτηκε στο ένθετο περιοδικό "Σκάφος - Φουσκωτό" της εφημερίδας Έθνος και είναι ένα από τα πρώτα κείμενα - αφιερώματα στους ιστορικούς επαγγελματίες της Αμοργού και ύλη για το υπό έκεδοση βιβλίο που θα αφορά την Αιγιάλη.

Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΣΤΗΝ ΑΜΟΡΓΟ

Μόλις που αρχίζει να πέφτει ο ήλιος αρχίζει ο μεγάλος εσπερινός στην Αγία Παρασκευή.
Το μεγάλο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής στην Κάτω Μεριά της Αμοργού αποτελεί τη μεγαλύτερη παραδοσιακή πανήγυρη σε όλη τη νησιωτική Ελλάδα και πίσω από την επιφάνεια των θρησκευτικών τελετών και των λαϊκών εκδηλώσεων, έχει να παρουσιάσει αρχέγονα στοιχεία γιορτής καθώς εκεί, τα πράγματα δεν έχουν ακόμη νοθευτεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να επηρεάζουν τη συμπεριφορά. Ο χώρος επίσης για τη συγκέντρωση και την εξυπηρέτηση των πανηγυριστών είναι μεγάλος, ενώ, το καλοκαίρι και η φύση εκεί θυμίζουν ακόμη μια άλλη Ελλάδα, πιο απλή και εορταστική, μια χώρα που ξεχνιέται…

Η Αγία Παρασκευή στην άκρη του μικορύ κάμπου, όπως φαίνεται απότο χωριό Κολοφάνα.
Η περιοχή που είναι σήμερα η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στην Κάτω Μεριά της Αμοργού, ήταν κάποτε ένα πυκνό ρουμάνι, με τεράστιους σχοίνους και μεγάλους θάμνους κι εκεί κοντά βοσκούσε το κοπάδι του ένας τσοπάνης. Έτσι θέλει η τοπική μυθολογία να θεωρεί τον τόπο όπου σήμερα λίγοι άνθρωποι επιμένουν να τον σκηνογραφούν ακόμα με μικρές καλλιέργειές και να τον ζωντανεύουν με τα λίγα ζώα τους. Σε αυτή λοιπόν την περιοχή που βρίσκεται πάνω από τον όμορφο όρμο Παραδείσια, βοσκούσε κάποτε ένας τσοπάνης. Μια λοιπόν από τις κατσίκες εκείνου του άγνωστου ανθρώπου, χάνονταν κάθε ημέρα και αυτός δεν καταλάβαινε που πήγαινε. Τον έτρωγε η περιέργεια, να μάθει που πηγαίνει η κατσίκα και έτσι κάποτε αποφάσισε και της έβαλε στο λαιμό ένα κουδουνάκι ώστε από τον ήχο να καταλάβει και την είδε να μπαίνει σε μια πυκνή συστάδα από μεγάλα σχοίνα. Την ακολούθησε και την βρήκε να αναχαράζει πάνω σε μια κρυμμένη από τα χόρτα πλάκα που έμοιαζε με αγία τράπεζα ανάμεσα πεσμένες πέτρες κάποιου οικοδομήματος που φαίνονταν πως ανήκαν σε εκκλησία.
Πόσες ώρες ψήθηκε μαζί με τα ψωμιά, ούτε που το λογαριάζει ο Λουκάς Λουδάρος.

Έτσι ικανοποιήθηκε η περιέργεια του τσοπάνη σχετικά με την απουσία της κατσίκας του αλλά όταν το ανακοίνωσε και σε άλλους βοσκούς, άρχισε τότε ο προβληματισμός σχετικά με τι ιερό ήταν εκεί, ποιος άραγε το είχε κτίσει και πότε, και φυσικά, σε ποια θεότητα ή άγιο μπορεί να ήταν αφιερωμένο. Από μόνοι τους οι τσοπάνηδες, δεν μπορούσαν να δώσουν καμιά εξήγηση, ούτε στη μνήμη των παλιών αναδεύονταν κάτι και γι’ αυτό αποφάσισαν να απευθυνθούν στον παπά της χώρας να τους βοηθήσει, όπως και έγινε. Ήρθε λοιπόν κάποιος παπάς, ο οποίος λόγω του κινδύνου από τους πειρατές που λυμαίνονταν τότε το αρχιπέλαγος έδρευε στην οχυρωμένη Χώρα και άρχισαν οι έρευνες κι εκεί που έσκαβαν βρέθηκε η εικόνα της Αγίας Παρασκευής. Αυτό ήταν! Παραμέρισαν τα ερείπια και έχτισαν ένα μεγαλύτερο εκκλησάκι από αυτό που φαίνονταν και άρχισαν να το λειτουργούν. Πότε έγιναν αυτά, κανείς δεν ξέρει. Η αρχική εκκλησία ανακαινίστηκε δυο – τρεις φορές και καθώς άρχισε να γίνεται γνωστή,  ξεκίνησε και πανηγύρι, μικρό στην αρχή αλλά σιγά – σιγά εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο πανηγύρι των νότιων Κυκλάδων και αυτό συνετέλεσε και η φήμη για τη θαυματουργή ικανότητα της εικόνας που γιατρεύει, λένε, τα μάτια. 

Ο Μανώλης Κωβαίος, ο μεγαλύτερος από όλους στην Κάτω Μεριά και ο αρχαιότερος επίτροπος είναι ο άνθρωπος πους έδωσε όλες τις πληροφορίες για το πανηγύρι και την περιοχή, για τους ανθρώπους που γνώρισε και τα γεγονότα που έζησε.
Πριν γίνουν οι δρόμοι και ο τουρισμός γίνει καλοκαιρινή μονοκαλλιέργεια σε όλα τα νησιά, έρχονταν κόσμος πολύς από την Αιγιάλη με ζώα, έρχονταν και από τα γύρω νησιά, και όλοι έρχονταν με τα χέρια γεμάτα προσφορές. Την μεγαλύτερη προσφορά έκαναν τα χωριά της Κάτω Μεριάς, που ήταν βεβαίως πιο κοντά, αλλά και οι προσφορές των άλλων δεν ήταν αμελητέες. Ο Μανώλης Κωβαίος, ο οποίος είναι επίτροπος στην Αγία Παρασκευή πάνω από 50 χρόνια, θυμάται να φέρνουν κριθάρι από τη Δονούσα, όπως και από τη Σχοινούσα η οποία φημίζονταν γι’ αυτό το προϊόν της. Έφερναν ακόμα ζωντανά από την Ηρακλειά, λάδι και κρασί από τη Νάξο, ότι δηλαδή είχε κάθε νησί, προσφορά στο πανηγύρι. Κυρίαρχο ρόλο όμως έπαιζαν και εξακολουθούν να παίζουν οι προσφορές σε ζωντανά ζώα, κάτι που αποτελεί και το αρχέτυπο του πανηγυριού και δηλώνει, όπως και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας, ευθέως τον ποιμενικό του χαρακτήρα. Αρχετυπική μπορεί να θεωρηθεί και η συμμετοχή των ανθρώπων στο πανηγύρι, οι οποίοι «υπηρετούν» την αγία και καλούνται «υπηρέτες». Άνδρες και γυναίκες από όλη την Κάτω Μεριά, αλλά και την υπόλοιπη Αμοργό, αφήνουν μια μερικές ημέρες τις δουλειές τους και αναλαμβάνουν «υπηρεσία». Εβδομήντα άτομα ήταν πέρσι οι «υπηρέτες» του πανηγυριού και κάποιες στιγμές δεν προλάβαιναν τις δουλειές κι έτσι χρειάστηκε να επιστρατευτούν και άλλοι, ειδικά στο τραπέζι όπου έδωσαν το παρών τους πολλοί Κουφονησιώτες.
Ο Σταμάτης Σίμος με δυο από τις γυναίκες που δούλεψαν στο φούρνο
Πέρσι, (2005) όπως μας πληροφορεί ο Σταμάτης Σίμος, ο επί 18 χρόνια επίτροπος της εκκλησίας και ο οποίος είναι και ο υπεύθυνος για όλο το πανηγύρι,  οι προσφορές σε ζώα ήταν 135 αιγοπρόβατα και 5 αγελάδες, αριθμός ο οποίος αποτελεί ρεκόρ για το πανηγύρι και εφέτος αναμένεται κατά πολύ να ξεπεραστεί, καθώς το πανηγύρι έχει γίνει γνωστό, εκτός από τις Κυκλάδες σε όλη την Ελλάδα. Καθώς οι περισσότεροι από τους «υπηρέτες» είναι αγρότες και κτηνοτρόφοι, αυτοί σφάζουν τα ζώα σφάζονται στο παρακείμενο των εγκαταστάσεων σφαγείο που θυμίζει την παλιά γιορτή και τη σχέση που έχει η γιορτή με τη θυσία και το αίμα.




Τα φαγητά που έχουν βάση αυτό το κρέας βράζουν σε μεγάλα καζάνια και θέλουν διαρκώς ανακάτεμα, κάτι που αναλαμβάνουν συνήθως οι πιο χειροδύναμοι και επιτελούν αυτή την υπηρεσία κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του αρχιμάγειρα Βαγγέλη Μενδρινού από το Καμάρι, ο οποίος είναι ο κυρίως υπεύθυνος για τα μαγειρεία μαζί με τους Ηλία και Μάρκου Βεκρή, του Γιάννη Δεσποτίδη και των μαθητευόμενων Νικόλα Νομικού, Εμμανουήλ Πάσσαρη και του Κωνσταντίνου Κωβαίου. Κυριολεκτικά, όλοι οι μάγειροι βράζουν κι αυτοί μαζί με το κρέας και τις πατάτες μέσα στο μαγειρείο όπου αναπτύσσονται υψηλότατες θερμοκρασίες. Ενώ όλες οι προεργασίες για το πανηγύρι αρχίζουν μια εβδομάδα πριν, η παρασκευή του φαγητού, για ευνόητους λόγους περιορίζεται κατά τις δυο τελευταίες ημέρες. Την παραμονή μπαίνουν όλα τα καζάνια στη φωτιά, πρώτα τα καζάνια με το «πατάτο» και κατόπιν το «ξυδάτο» και το «κοφτό».











Όπως το μαγείρευμα είναι μια βαριά δουλειά, το ίδιο βαριά όμως είναι στο φούρνο στον οποίο τη γενική προσταγή εδώ και πολλά χρόνια έχει ο Λούκας Λουδάρος ενώ στο ζύμωμα υπεύθυνος είναι ο Γιώργος Ρούσσος. Ο φούρνος χωράει 56 καρβέλια των δυόμισι κιλών και πέρσι άναψε 13 φορές για να κατασκευαστούν 700 περίπου καρβέλια και μοσχομυρίζει ψωμί, ιδιαίτερα δε όταν φουρνίζουν το επτάζυμο.


Όλοι δουλεύουν ρολόι κάτω από την άγρυπνη παρακολούθηση του αρχιεπιστρόπου και των αρμοδίων επιτρόπων και τα πάντα πρέπει να είναι έτοιμα στην μεγάλη ώρα του εσπερινού. Ο εσπερινός ξεκινά την που ο ήλιος αρχίζει να κρύβεται πίσω από τη γυμνή κορυφή του βουνού που καλείται Μαυρόβουνο και οι πανηγυριστές που στέκουν όρθιοι και στριμωγμένοι μέσα στον περίβολο της εκκλησίας και σε κύκλο, γύρω από το σημείο, όπου οι άρτοι της γιορτής περιμένουν να ευλογηθούν από τους συλλειτουργούς ιερείς και να μοιραστούν κατόπιν στους συνεορτάζοντες. Το «διευχών» σε αυτή την πάνδημη τελετή είναι και το σύνθημα για το φαγητό. Ο κόσμος είναι πολύς και γι’ αυτό οι υπεύθυνοι, κάτω από τη αυστηρές οδηγίες των επιτρόπων μπαίνουν σε διάταξη άμυνας να εξυπηρετήσουν τον κόσμο που κατά πυκνές ομάδες ορμά προς τη μεγάλη αυλή με τα τραπέζια. Ο Σταμάτης Σίμος δεν χαρίζεται σε κανέναν, εκτός από κάποια σημαίνοντα πρόσωπα της Αμοργού, καθώς και από τα γύρω νησιά που οποία παίρνουν θέση στο τραπέζι του μαζί με τους άλλους αξιωματούχους της εκκλησίας, σε ειδική αίθουσα μέσα στο πανηγηρόσπιτο, μακριά από τα μάτια του πλήθους.  Σημειώνεται ότι επί 18 συναπτά χρόνια στο πανηγύρι πήγαινε και ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, γεγονός που αύξανε τις υποχρέωσεις των επιτρόπων και για τους προσκυνητές αποτελούσε μια ιδιαίτερη αφορμή για να τον συναντήσουν.

Παράλληλα με το σερβίρισμα του φαγητού και αφού τακτοποιηθεί η πρώτη φουρνιά στα τραπέζια αρχίζει να ετοιμάζεται και η ορχήστρα. Κουρντίζουν τα όργανα και περιμένουν τους επιτρόπους που ξεκινάνε πρώτοι το χορό. Αυτό είναι μια παλιά συνήθεια με την οποία αποδίδεται τιμή σε αυτούς τους ανθρώπους που κοπίασαν γι’ αυτή τη γιορτή. Τον πρώτο χορό σέρνει ο αρχιεπιτροπος και ακολουθούν οι υπόλοιποι βάσει ιεραρχίας. Εκείνη τη στιγμή, ακούγεται ένα τραγούδι, ειδικά γραμμένο γι’ αυτόν, τους επιτρόπους και όλους τους «υπηρέτες» του πανηγυριού.

Την ορχήστρα συγκροτούν συνήθως ο αειθαλής καπετάν Μήτσος Σκοπελίτης ο οποίος έχει ξεχάσει πόσα χρόνια παίζει βιολί στα νησιώτικα πανηγύρια, ο Γιώργος Βλαβιανός παραδοσιακό λαγούτο, ο Θανάσης Θεολογίτης και ο Μιχάλης Φωστιέρης στα βιολιά και ο Γιάννης Σκοπελίτης τραγούδι – λαγούτο. Τα τραγούδια που ακούγονται είναι τα κλασικά νησιώτικα, αλλά δεν λείπουν όμως και τα μοντέρνα, όπως η διαβόητη «Πιτσιρίκα» του Μάρκου Βαζαίου.

Η μεγάλη αυλή που στρώνονται τα τραπέζια, παίζει η ορχήστρα και γίνεται ο χορός είναι ένα νέο έργο, μόλις δυο χρονών και έγινε για να μπορεί να εξυπηρετεί 1000 άτομα σε κάθε φουρνιά. Παλαιότερα, που δεν υπήρχε αυτός ο χώρος, οι πανηγυριστές έπαιρναν το φαγητό και απλώνονταν στα χωράφια ενώ οι ορχήστρες έπαιζαν μέσα σε αυτοσχέδιες καλύβες. Για να μαζευτεί λοιπόν το πανηγύρι και να εξυπηρετηθούν όλοι οι πανηγυριστές, με τη βοήθεια του μεγάλου ευεργέτη της Αγίας Παρασκευής, Νίκου Γαβαλά οι επίτροποι προχώρησαν σε αυτό το μεγάλο έργο που, χωρίς να αμφισβητεί την παράδοση,  ανταποκρίνεται πλήρως στους νέους καιρούς.

Το χορό ξεκινάνε πρώτοι οι «υπηρέτες» της Αγίας Παρασκευής με ένα συμβολικό τραγούδι
 
Και συνεχίζουν τα παιδιά των Συλλόγων με τις παραδοσιακές στολές της Αμοργού
Ο πολύς κόσμος πάντως φεύγει νωρίς, αμέσως μετά από το φαγητό και στο χώρο του πανηγυριού μένουν ο σκληρός πυρήνας των πανηγυριστών οι οποίοι θα διασκεδάσουν μέχρι τη στιγμή που θα χτυπήσει η καμπάνα της εκκλησίας για την πρωινή λειτουργία. Η πρωινή λειτουργία, είναι σύντομη και ιδιαίτερα απλή καθώς από τον κόσμο που είχε εμφανιστεί στον εσπερινό, είναι πολύ λίγοι αυτοί που την παρακολουθούν και κυρίως οι ντόπιοι, οι αληθινοί πιστοί, οι επισκέπτες που έχουν έρθει από διάφορα σημεία της Αμοργού και των Κυκλάδων και έχουν φιλοξενηθεί στα κελιά της εκκλησίας, οι επίτροποι και οι υπηρέτες. Γι’ αυτούς το πανηγύρι τελειώνει μετά το φαγητό, το οποίο είναι σαν οικογενειακή συγκέντρωση στη μεγάλη σάλα του πανηγυρόσπιτου όπου γίνονται και οι πρώτες εκτιμήσεις, και βεβαίως μετά τη γενική καθαριότητα του χώρου που ακολουθεί. Μέχρι το απόγευμα που θα φύγει και ο τελευταίος πανηγυριστής, όλα στην Αγία Παρασκευή πρέπει να λάμπουν, τόσο που ο επισκέπτης να μην μπορεί να καταλάβει αν επί μια εβδομάδα εκεί είχε γίνει ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια της νησιώτικης Ελλάδας.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ
 
Το αφιέρωμα στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής στην Κάτω Μεριά της Αμοργού ετοιμάστηκε μεν τον Ιούλιο του 2006 αλλά δημοσιεύτηκε στο «Γεωτρόπιο» της Ελευθεροτυπίας περί τις αρχές του Ιουλίου του 2007 και ανεβαίνει χωρίς μεγάλες αλλαγές σήμερα στον ιστοχώρο «Η ΑΜΟΡΓΟΣ ΜΟΥ». Ο λόγος που διατηρείται αυτούσιο είναι ότι με ότι νέα στοιχεία καθώς και φωτογραφίες που θα συγκεντρωθούν στο φετινό πανηγύρι, θα συμπληρωθεί, θα βελτιωθεί και πολύ σύντομα για να αποτελέσει έτσι μια βασική σελίδα για την Αμοργό, την ιστορία και τις παραδόσεις της στις «Μικρές Πατρίδες» όταν αυτές ετοιμαστούν.
Επί πλέον, θα διαβάσατε για την παρουσία στο πανηγύρι του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Ελλάδας Χριστόδουλου. Αυτό γινόταν σχεδόν κάθε χρόνο γιατί είχε μια ιδιαίτερη αγάπη για την Αμοργό και την προτιμούσε να κάνει τις διακοπές του εκεί ενώ παράλληλα είχε αναπτύξει πολύ καλές σχέσεις με τους Αμοργιανούς.